Το Βυζαντινό Μουσείο και η Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ ήταν και παραμένει πρότυπο σωστής οργάνωσης και λειτουργίας, ανέφερε η Υφυπουργός Πολιτισμού, Δρ Βασιλική Κασσιανίδου, στην τελετή επίδοσης Πιστοποιητικού Αναγνώρισης στο Βυζαντινό Μουσείο και την Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, η οποία έλαβε χώρα τη Δευτέρα εντός του Βυζαντινού Μουσείου, στη Λευκωσία. Η κ. Κασσιανίδου είπε ότι τα οφέλη που μπορεί να έχει ένα αναγνωρισμένο μουσείο είναι η αύξηση του κύρους του, η ενίσχυση του εκτοπίσματός του ως εκπαιδευτικού και πολιτιστικού οργανισμού και η ισχυροποίηση του ρόλου του ως κυττάρου πολιτιστικής δραστηριοποίησης, η υλοποίηση αναπτυξιακών έργων, δραστηριοτήτων και προγραμμάτων μέσω των ευκαιριών χρηματοδότησης που προσφέρει το «Σχέδιο για την Παραχώρηση Κρατικής Χορηγίας σε Αναγνωρισμένα Μουσεία», καθώς και η δικτύωσή του με άλλα αναγνωρισμένα μουσεία. «Το Βυζαντινό Μουσείο, όραμα της Εκκλησίας της Κύπρου ήδη από το 1920, εγκαινιάστηκε το 1982, ως τμήμα του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Από τότε όμως και για περισσότερα από είκοσι χρόνια, λόγω της τουρκικής εισβολής και της λεηλασίας του κατεχόμενου μέρους της Κύπρου, λειτούργησε κυρίως ως αποθετήριο εικόνων, χωρίς σαφή χρονική σειρά και χωρίς κάποια ξεκάθαρη πορεία για τον επισκέπτη», σημείωσε. «Η προσπάθεια επικεντρωνόταν κυρίως στη μελέτη του υπάρχοντος υλικού, και ιδιαίτερα στον εντοπισμό και στην ταυτοποίηση κλαπέντων θησαυρών από αρχαιοκάπηλους, προκειμένου να επαναπατρισθούν», πρόσθεσε. Χάρη στις ενέργειες αυτές, εξήγησε η Υφυπουργός Πολιτισμού, «το Μουσείο αποτελεί σήμερα όχι μόνο τον θεματοφύλακα της εκκλησιαστικής πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, αλλά μια πραγματική Κιβωτό μνήμης για τις επερχόμενες γενιές». «Από τον Μάρτιο του 2025, το ανακαινισμένο Μουσείο μπήκε σε μια νέα εποχή. Με τη νέα μουσειολογική προσέγγιση που ακολουθείται, τα εκθέματα παρουσιάζονται πλέον με χρονολογική σειρά, καλύπτοντας την περίοδο από τον 4ο αιώνα έως τις αρχές του 18ου, δίνοντας έτσι μια ολοκληρωμένη και ενιαία εικόνα της καλλιτεχνικής παραγωγής ολόκληρης της Κύπρου επί σχεδόν δεκατέσσερις συναπτούς αιώνες», επεσήμανε. Η Βασιλική Κασσιανίδου είπε ακόμη ότι «το Βυζαντινό Μουσείο και Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ ήταν πάντοτε, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, και εξακολουθεί να παραμένει πρότυπο σωστής οργάνωσης και λειτουργίας και σημαντικός πυρήνας πολιτισμού στη ζωή της πρωτεύουσας». Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, η τελετή επίδοσης περιλάμβανε χαιρετισμούς από τον Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος, Χρίστο Κουκλιώτη και τον Διευθυντή Βυζαντινού Μουσείου & Πινακοθήκης, Δρα Ιωάννη Ηλιάδη. Παρόντες ήταν ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Αναγνώρισης Ιδιωτικών Μνημείων, εκπρόσωποι της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οι συντελεστές της ανακαίνισης και λειτουργοί του ιδρύματος. Στον χαιρετισμό του, ο κ. Κουκλιώτης, αφού ευχαρίστησε το Υφυπουργείο και τους συντελεστές της ανακαίνισης, εστίασε στη σημασία της αναγνώρισης, ορίζοντάς την ως ορόσημο και κίνητρο, για επίτευξη των επόμενων στόχων του μουσείου, της πινακοθήκης (η οποία τελεί υπό ανακαίνιση) και του ιδρύματος συνολικά. Ακολούθως, ο Δρ Ηλιάδης εξήγησε τον κόπο και τις συνεργασίες που απαιτήθηκαν, ώστε το μουσείο να κριθεί άξιο του πιστοποιητικού καθώς και την ηθική και πρακτική αξία του. Όπως επεσήμανε, μετά τη συνολική αναβάθμισή του και την επίσημη αναγνώρισή του, το μουσείο θα έχει ενεργότερη την κρατική στήριξη, για την ανταπόκριση στην πολύπλευρη αποστολή του. Η τελετή ολοκληρώθηκε με την επίδοση του Πιστοποιητικού και της σχετικής πλακέτας. Πηγή: KYΠΕ