Όταν η CPT επιβεβαιώνει συγκάλυψη, η θεσμική αντίδραση είναι μονόδρομος-Η σιωπή είναι προβληματική, όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά

-«Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε μηνών (Νοέμβριος 2024 έως Μάρτιος 2025) μόνο, είχαν καταγραφεί 59 περιστατικά βίας ή συγκρούσεων μεταξύ κρατουμένων που είχαν ως αποτέλεσμα τραυματισμούς, συμπεριλαμβανομένων 10 περιπτώσεων ξυλοδαρμών που είχαν παραπεμφθεί στην αστυνομία από τη φυλακή. Η σοβαρότητα της βίας, η οποία περιελάμβανε ξυλοδαρμούς με αντικείμενα όπως λουκέτα και αλυσίδες, είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί κρατούμενοι να νοσηλευτούν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου». -«Η αντιπροσωπεία έλαβε αρκετές ακόμη καταγγελίες για περιστατικά βίας μεταξύ κρατουμένων που δεν είχαν αναφερθεί στις αρχές, κυρίως λόγω φόβου αντιποίνων. Πολλά από αυτά επιβεβαιώνονταν στους ατομικούς ιατρικούς φακέλους των κρατουμένων, τους οποίους η αντιπροσωπεία είχε την ευκαιρία να εξετάσει». -«Υπήρχαν καταγγελίες για αμέλεια προσωπικού ή, ακόμη χειρότερα, για προσωπικό που σκόπιμα διευκόλυνε την κακομεταχείριση μεταξύ κρατουμένων. Συνολικά, υπήρχε ένα πρόσφορο περιβάλλον για κρατουμένους που ανήκαν σε ισχυρότερες ομάδες ώστε, ελλείψει αποτελεσματικής επίβλεψης των πτερύγων από το προσωπικό, να επιβάλλουν τη θέληση και τους κανόνες τους στους υπόλοιπους κρατουμένους, οι οποίοι ενδέχεται να μην είχαν οικονομικά μέσα, σωματική δύναμη ή εξωτερική υποστήριξη. Οι κρατούμενοι αυτοί διατηρούσαν τον έλεγχο των παραπάνω τμημάτων μέσω εκφοβισμού, εκβιασμού και, κατά διαστήματα, σωματικής βίας». Τα πιο πάνω καταγράφει η έκθεση της Επιτροπής Πρόληψης κατά των Βασανιστηρίων, του 2025. Μια έκθεση που αφορά το σήμερα και συγκεκριμένα τον χρόνο κατά τον οποίο η CPT επισκέφθηκε τον περασμένο Απρίλιο τις Κεντρικές Φυλακές, μετά από διαδοχικές καταγγελίες και παράπονα, κυρίως λόγω της αδράνειας και της αδιαφορίας των αρμοδίων. Η εν λόγω έκθεση, πέραν των άλλων, τονίζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως από την προηγούμενη της έκθεση, το 2024, δεν έγιναν οποιαδήποτε βήματα προς τα εμπρός, αντιθέτως, όπως αναφέρει, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Και η έκθεση αυτή αφορούσε την επίσκεψη της το 2023, αφού η προηγούμενη ήταν το 2017, όπου για πρώτη φορά κατέγραψε θετικές αλλαγές, λόγω της αλλαγής της διεύθυνσης και της σωφρονιστικής πολιτικής της.   Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές ημέρες και αναφέρει μεταξύ άλλων τα πιο πάνω, δεν αφήνει πλέον χώρο για αμφιβολίες. Για πρώτη φορά, με τέτοια σαφήνεια, η Επιτροπή δεν καταγράφει απλώς περιστατικά βίας στις Κεντρικές Φυλακές, αλλά τεκμηριώνει ότι σοβαρά επεισόδια κακοποίησης κρατουμένων δεν καταγγέλλονταν, είτε λόγω φόβου αντιποίνων είτε λόγω ενός περιβάλλοντος που - όπως περιγράφεται - ευνοούσε τη συγκάλυψη. Σύμφωνα με την ίδια την έκθεση, μόνο μέσα σε διάστημα πέντε μηνών είχαν καταγραφεί 59 περιστατικά βίας, ενώ η CPT σημειώνει ότι η βία αυτή δεν ήταν «χαμηλής έντασης». Περιελάμβανε χρήση αντικειμένων όπως λουκέτα και αλυσίδες, ενώ αρκετοί κρατούμενοι κατέληξαν σε νοσηλεία. Όμως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της έκθεσης δεν είναι ο αριθμός των καταγεγραμμένων περιστατικών. Είναι όσα δεν καταγράφηκαν επισήμως, όπως όφειλε η Διεύθυνση των Φυλακών και τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τους ατομικούς ιατρικούς φακέλους των κρατουμένων.  Με απλά λόγια, η CPT διαπιστώνει ότι τραυματισμοί υπήρχαν, καταγράφονταν ιατρικά, αλλά δεν ακολουθούνταν από καταγγελίες ή θεσμική κινητοποίηση. Αυτό από μόνο του συνιστά ένδειξη σοβαρής δυσλειτουργίας. Όταν η ιατρική τεκμηρίωση δείχνει βία και το σύστημα σιωπά, το πρόβλημα δεν είναι «μεμονωμένο επεισόδιο». Είναι δομικό και αφορά την Διοίκηση των Φυλακών, η οποία δικαιολογημένα κατηγορείται για συγκάλυψη σοβαρών περιστατικών.  Η εικόνα επιβαρύνεται περαιτέρω από τις καταγγελίες που καταγράφει η CPT για τη στάση του προσωπικού. Η έκθεση αναφέρει ότι υπήρχαν ισχυρισμοί όχι μόνο για αμέλεια, αλλά ακόμη και για περιπτώσεις όπου προσωπικό σκόπιμα διευκόλυνε την κακομεταχείριση μεταξύ κρατουμένων. Η διατύπωση της CPT είναι αποκαλυπτική, καθώς σημειώνει πως κρατούμενοι χωρίς οικονομικά μέσα, σωματική δύναμη ή εξωτερική υποστήριξη βρίσκονται εκτεθειμένοι σε εκφοβισμό, εκβιασμό και, κατά διαστήματα, ωμή σωματική βία. Δεν πρόκειται απλώς για «βία μεταξύ κρατουμένων», αλλά για παράλληλες δομές εξουσίας, μέσα σε ένα κατά τα άλλα σωφρονιστικό ίδρυμα που, όπως διαπιστώνεται, δεν ελέγχεται ουσιαστικά από τη Διοίκηση. Αντιθέτως, κρατούμενοι ελέγχουν την Διοίκηση.  Αυτά τα ευρήματα όμως δεν αποτελούν έκπληξη για αυτούς που προειδοποιούσαν. Προηγήθηκαν επαναλαμβανόμενες δημόσιες καταγγελίες από τον Σύνδεσμο Φυλακισμένων και από δικηγόρους που χειρίζονται υποθέσεις κρατουμένων, όπως με την περίπτωση του θύματος βιασμού, όπου είχε καταγγελθεί συγκάλυψη, καθώς η Διοίκηση δεν ενημέρωσε την Αστυνομία παρά την επιθυμία του κρατούμενου να προβεί σε καταγγελία. Αντιθέτως, τον εξανάγκασαν να υπογράψει πως δεν έχει παράπονο και η Αστυνομία ενημερώθηκε μόνο όταν το θύμα μίλησε στον θείο του, δέκα ημέρες αργότερα.  Οι καταγγελίες αυτές μιλούσαν εδώ και καιρό για ξυλοδαρμούς, σοβαρή βία, ακόμη και σεξουαλικές κακοποιήσεις, για διαφθορά εντός των Φυλακών, αλλά και για αντίποινα σε όσους τολμούν να μιλήσουν ή να εκφράσουν την επιθυμία για καταγγελία στην Αστυνομία. Μέχρι πρόσφατα, αυτές οι καταγγελίες αντιμετωπίζονταν από την επίσημη πλευρά με επιφύλαξη, σιωπή ή υποβάθμιση. Η έκθεση της CPT, όμως, λειτουργεί πλέον ως ανεξάρτητη, διεθνής επιβεβαίωση ότι το πρόβλημα δεν ήταν υπερβολή, ούτε «υποκειμενική αφήγηση». Όταν μια Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης καταγράφει ότι μη καταγγελθέντα περιστατικά βίας επιβεβαιώνονται από ιατρικούς φακέλους, τότε το ζήτημα της συγκάλυψης δεν είναι πολιτικός χαρακτηρισμός. Είναι θεσμικό γεγονός. Σε μια κανονική, θεσμικά λειτουργούσα χώρα, τέτοια ευρήματα θα οδηγούσαν άμεσα σε ανεξάρτητη έρευνα, άνοιγμα ποινικών υποθέσεων, έλεγχο ευθυνών σε επίπεδο διοίκησης και προσωπικού, και ενεργοποίηση όλων των μηχανισμών εποπτείας. Θα προκαλούσαν, τουλάχιστον, θεσμικό συναγερμό. Αντί αυτού, παρατηρείται μια εμφανής διστακτικότητα. Καμία άμεση ανακοίνωση για συνολική διερεύνηση. Καμία σαφής πολιτική τοποθέτηση για τις καταγγελίες συγκάλυψης. Καμία δημόσια δέσμευση ότι οι υποθέσεις αυτές θα ερευνηθούν σε βάθος και όχι αποσπασματικά. Η σιωπή αυτή είναι προβληματική, όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά. Τα ευρήματα της CPT αγγίζουν ευθέως τον πυρήνα του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που απαγορεύει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και επιβάλλει υποχρέωση αποτελεσματικής διερεύνησης. Η ουσία είναι απλή και ξεκάθαρη. Η CPT δεν «δημιούργησε» τις καταγγελίες. Τις βρήκε μπροστά της, τις άκουσε, και τις επιβεβαίωσε με στοιχεία. Από αυτό το σημείο και μετά, η ευθύνη δεν βαραίνει την Επιτροπή, ούτε τους καταγγέλλοντες. Βαραίνει τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γιατί όταν η βία αφήνει ίχνη στους ιατρικούς φακέλους αλλά όχι στις επίσημες καταγγελίες, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η βία. Είναι το σύστημα που την αφήνει να περνά αθόρυβα. Και αυτό, σε ένα κράτος δικαίου, δεν μπορεί να θεωρείται ανεκτό. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Από τον εκσυγχρονισμό στην οπισθοδρόμηση και επιστροφή σε σκοτεινές εποχές-Γκρέμισε το success story των Φυλακών η CPT, πλήρης απώλεια ελέγχου