Το σάντουιτς δεν ακολούθησε τον σύγχρονο τρόπο ζωής· τον έσπρωξε, τον επιτάχυνε και τελικά τον αναδιαμόρφωσε, κατακτώντας πρώτα το μεσημέρι, μετά το πρωινό και πλέον «στοχεύοντας» και το βράδυ. Στη συλλογική φαντασία το σάντουιτς είναι το πιο «αυτονόητο» φαγητό του σύγχρονου κόσμου: δύο κομμάτια ψωμί, κάτι ανάμεσά τους, ένα γεύμα που τρώγεται χωρίς μαχαιροπίρουνα, χωρίς στάση, σχεδόν χωρίς σκέψη. Κι όμως, η ιστορία του –ιδίως η βρετανική εκδοχή του, το κρύο, συσκευασμένο σάντουιτς του ψυγείου– είναι μια ιστορία τεχνολογίας, εργασίας, λιανεμπορίου και αλλαγής συνηθειών. Όπως καταγράφει ο ρεπόρτερ της Guardian, Sam Knight, το σάντουιτς δεν ακολούθησε τον σύγχρονο τρόπο ζωής· τον έσπρωξε, τον επιτάχυνε και τελικά τον αναδιαμόρφωσε, κατακτώντας πρώτα το μεσημέρι, μετά το πρωινό και πλέον «στοχεύοντας» και το βράδυ. Η κρίσιμη καμπή του 1980 Η κρίσιμη καμπή, λέει ο Knight, έχει συγκεκριμένη ημερομηνία: άνοιξη του 1980, όταν η Marks & Spencer –το πανίσχυρο βρετανικό πολυκατάστημα– έβγαλε τα πρώτα έτοιμα, συσκευασμένα σάντουιτς «στον χώρο πώλησης». Όχι κάτι εξεζητημένο: σολομός με αγγούρι, αυγό με κάρδαμο, λευκό ψωμί κομμένο σε τρίγωνα, μέσα σε πλαστικές θήκες. Τιμή εκκίνησης 43 πένες. Σήμερα, η ιδέα μοιάζει τόσο προφανής ώστε δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως «δεν είχε δοκιμαστεί πριν». Αλλά τότε, θυμάται ο Andrew Mackenzie, που διηύθυνε το τμήμα τροφίμων σε κατάστημα του Εδιμβούργου, «δεν υπήρχε καν η ιδέα». Το αρχικό αίσθημα ήταν ότι πρόκειται για κάτι σχεδόν γελοίο: γιατί να πληρώσει κάποιος για κάτι που μπορεί να φτιάξει μόνος του; Το πείραμα που απέδωσε Παρ’ όλα αυτά, η εντολή από τα κεντρικά ήρθε, και η αυτοσχέδια βιομηχανία στήθηκε: αποθήκες που μετατράπηκαν σε πρόχειρες γραμμές παραγωγής, ανοξείδωτες επιφάνειες, μια πρώιμη μηχανή βουτύρου, γαρίδες που ξεπάγωναν σε δίσκους από το προηγούμενο βράδυ, ομάδες προσωπικού που έπιαναν δουλειά πριν ξημερώσει. Και μετά συνέβη το απρόσμενο: πουλήθηκαν «σαν τρελά». Το πείραμα εξαπλώθηκε από πέντε καταστήματα σε 25 και μετά σε 105. Στο Croydon μια ομάδα επτά ατόμων έβγαζε εκατό σάντουιτς την ώρα. Το πρώτο «επίσημο» M&S ήταν σολομός με ντομάτα, αλλά στην πράξη επικρατούσε μια δημιουργική αναρχία: ό,τι υπήρχε διαθέσιμο γινόταν γέμιση. Στο Cambridge έφτιαξαν σάντουιτς με τα πιο... κουφά υλικά και –προς έκπληξη όλων– ο κόσμος τα ζητούσε. Κάτι είχε «κουμπώσει» με μια νέα πραγματικότητα: περισσότεροι άνθρωποι ήταν χρονικά πιεσμένοι, δούλευαν με διαφορετικούς ρυθμούς, κι ένα φαγητό που μπορούσες να αγοράσεις, να ανοίξεις και να φας στον δρόμο έγινε λύση-καύσιμο. Η ζήτηση ήταν τόσο ισχυρή που, μέσα σε έναν χρόνο, η M&S προσέγγισε προμηθευτές για να βιομηχανοποιήσει τη διαδικασία. Ένα από τα πρώτα εργοστάσια σάντουιτς στον κόσμο, σημειώνει ο Knight, ήταν μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή μέσα σε εργοστάσιο κρεατόπιτας στο Northampton. Το σάντουιτς περνούσε από την οικιακή πρόχειρη κατασκευή στην κλίμακα, στη γραμμή παραγωγής, στο ψυγείο. Όταν το δοκίμασε η Θάτσερ Το 1983 η Μάργκαρετ Θάτσερ δοκίμασε γαρίδα με μαγιονέζα σε κατάστημα στο Marble Arch και τη χαρακτήρισε νόστιμη: μια μικρή τελετουργική σφραγίδα για ένα νέο εμπορικό είδος. Όλοι ακολούθησαν. Σούπερ μάρκετ, αλυσίδες, μικροί επιχειρηματίες σε βιομηχανικές ζώνες. Μέσα σε μια δεκαετία, το βρετανικό σάντουιτς έπαψε να είναι «λύση ανάγκης» και έγινε σύμβολο ενός δυναμικού τρόπου εργασίας. Ο Alan Sugar το 1987 το περιέγραψε ωμά: «κανείς δεν παίρνει μεσημεριανό – τους πετάνε ένα σάντουιτς στο γραφείο». Μέχρι το 1990, ο κλάδος άγγιξε το ένα δισεκατομμύριο λίρες. Στην καρδιά αυτής της μετάλλαξης βρίσκεται μια μορφή που ο Knight παρουσιάζει σχεδόν ως θεωρητικό του ψωμιού: ο Roger Whiteside, νεαρός οικονομολόγος που ανέλαβε το τμήμα σάντουιτς της M&S. Ο Whiteside είχε ήδη εμπορικό ένστικτο για τη «σωτηρία χρόνου» – θυμάται ο Knight ότι είχε προτείνει συσκευασμένα, ξεφλουδισμένα πορτοκάλια. Είχε διαβάσει για διαμερίσματα στη Νέα Υόρκη χωρίς κουζίνες και πίστευε πως, όταν «δεν έχεις χρόνο αλλά έχεις χρήμα», το πρώτο που κάνεις είναι να πληρώνεις για έτοιμο φαγητό. Από εκεί και πέρα, το σάντουιτς δεν ήταν απλώς προϊόν· ήταν σύστημα. Μίλησε για «carriers» (τα ψωμιά), «barriers» (βούτυρο/μαγιονέζα που προστατεύουν από την υγρασία), «inclusions» (ό,τι μπαίνει μέσα), «proteins» (τόνος, κοτόπουλο, μπέικον). Έβλεπε τεχνικά προβλήματα παντού: η μπαγκέτα μαλακώνει στο ψυγείο, η ντομάτα μουσκεύει, το μαρούλι αφήνει «κενά αέρα» – στο εμπόριο αυτά τα κενά αποκαλούνται, παραδόξως, «goblin caves». Ακόμη και η πτώση της γέμισης προς τα κάτω μέσα στη συσκευασία έχει όνομα: «the drop». Η απλότητα του σάντουιτς, υποστηρίζει ο Knight, κρύβει μια εξωφρενική ποσότητα μικρο-καινοτομιών. Το πιο κρίσιμο, όμως, ήταν η αλλαγή συμπεριφοράς. Ο Whiteside έμαθε στο Μάντσεστερ ότι η «ποιότητα» δεν αρκεί, αν δεν υπάρχει ακραία εγγύτητα. Μπήκε σε Boots, είδε ουρά, ρώτησε γιατί δεν περνούν απέναντι στη M&S. Η απάντηση: «δεν θα περάσω τον δρόμο». Από εκεί ο Whiteside έβγαλε τη μεγάλη αρχή: «instant gratification και απόλυτη ευκολία». Το μέλλον θα ανήκε σε εκείνον που θα ήταν «σε κάθε γωνία». Είδε Pret, Starbucks, Costa, Subway να έρχονται. Και πράγματι, η δεκαετία του ’90 τριπλασίασε τον κλάδο. Ο Knight σημειώνει ότι, στο τέλος του 20ού αιώνα, στη Βρετανία περισσότεροι άνθρωποι έφτιαχναν και πουλούσαν σάντουιτς απ’ όσους δούλευαν στη γεωργία. Η ιστορία του 4ου Κόμη του Σάντουιτς Στο σημείο αυτό, η «ιστορία» του σάντουιτς ανοίγει προς τα πίσω και προς τα εμπρός. Προς τα πίσω, υπάρχει ο μύθος του 4ου Κόμη του Sandwich και το περίφημο «φαγητό στο γραφείο» της ελίτ του 18ου αιώνα. Ο Knight παραθέτει την πρώτη σίγουρη καταγραφή στον Edward Gibbon, που στις 24 Νοεμβρίου 1762 είδε στο Cocoa Tree club «καλύτερους και σπουδαιότερους άνδρες της Βρετανίας» να τσιμπολογούν «κρύο κρέας ή ένα Sandwich». Ο μύθος του 24ωρου τζόγου τους πάνω από ένα τραπέζι με χαρτιά, με βοδινό ανάμεσα σε ψωμί ίσως είναι διαφημιστικό παραμύθι, αλλά η λειτουργία –φαγητό χωρίς διακοπή εργασίας– είναι πραγματική. Προς τα εμπρός, το σάντουιτς συνεχίζει να επεκτείνεται ως «μορφή κατανάλωσης»: όπως υπογραμμίζει η συγγραφέας Bee Wilson, αυτό που άλλαξε δεν είναι ότι τρώμε σάντουιτς, αλλά ότι πολλοί τα τρώνε «πέντε ή και επτά μέρες την εβδομάδα», σε κάθε πιθανή στιγμή. Ο Knight περιγράφει μια χώρα που αγοράζει περίπου 4 δισ. σάντουιτς τον χρόνο και μια βιομηχανία 8 δισ. λιρών [9 δισ. ευρώ] που τροφοδοτεί το «food-to-go» των 20 δισ. Ο Jim Winship της British Sandwich Association καυχιέται ότι η Βρετανία είναι «light years ahead» από τον υπόλοιπο κόσμο, εξάγοντας τεχνογνωσία από τη συσκευασία μέχρι το «mouth feel». Κι όμως, το στοίχημα δεν τελειώνει: ο κλάδος μετρά «day parts», όχι γεύματα, και βλέπει τον στόχο της «κατάτμησης της βραδινής περίστασης». Ο Whiteside, πλέον ως επικεφαλής της Greggs, ποντάρει στο ζεστό σάντουιτς ως κλειδί για το βράδυ και κάνει την προκλητική παρατήρηση που συμπυκνώνει μια ολόκληρη εποχή: «ένα burger είναι ένα ζεστό σάντουιτς, έτσι δεν είναι;» Για τον κόσμο του σάντουιτς, η εξέλιξη δεν είναι γαστρονομική ρομαντζάδα. Είναι μια αδιάκοπη εκστρατεία ευκολίας. Και γι’ αυτό, όπως λέει ο ίδιος ο Whiteside, «τα σάντουιτς ποτέ δεν ηρεμούν». Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr