Σε ένα διεθνές περιβάλλον διαρκών και ραγδαίων μεταβολών, όλο και περισσότερες ανησυχίες δημιουργούνται γύρω από την σταθερότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας σε μία σειρά κρίσιμων τομέων όπως είναι η ενέργεια, η άμυνα και η τεχνολογία. Στο σύνολο των παραπάνω υψίστης σημασίας κλάδων εντάσσεται και η υγεία, η οποία αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα στρατηγικής αυτονομίας για την Ευρώπη, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι η κάλυψη των αναγκών σε ζωτικής σημασίας θεραπείες για τους ασθενείς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, λόγω των εισαγωγών κρίσιμου φαρμακευτικού υλικού, από τρίτες χώρες. Πρόκειται για αναγκαίες εισαγωγές που έχουν ως στόχο την κάλυψη των υφιστάμενων ελλείψεων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εισαγωγές πλάσματος, του υποκίτρινου υγρού τμήματος του αίματος που περιέχει πρωτεΐνες και θρεπτικές ουσίες, υψηλής αξίας για την φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Το πλάσμα αποτελεί μία ζωτικής σημασίας ουσία για την παραγωγή κρίσιμων φαρμάκων, τα οποία ονομάζονται PDMPs (Plasma-Derived Medicinal products). Η κρισιμότητα τους έγκειται στο γεγονός ότι αναπληρώνουν την απουσία πρωτεϊνών στον οργανισμό ασθενών ατόμων. Η κύρια χρήση των φαρμάκων από πλάσμα (PDMPs) έχει ως στόχο την αντιμετώπιση μιας σειράς ασθενειών, πολλές από τις οποίες είναι σπάνιες, γενετικές, χρόνιες και συχνά απειλητικές για τη ζωή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη ύλη για την παραγωγή των PDMPs, το ανθρώπινο πλάσμα, δεν μπορεί να παραχθεί σε εργαστηριακές συνθήκες παρά μόνο να συλλεχθεί από υγιείς δότες, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία παραγωγής περίπλοκη και εξαρτώμενη από τη διαθεσιμότητα πλάσματος. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αυτές τις θεραπείες, χρειάζεται να λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα σε τακτική βάση, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους. Ενδεικτικά, για τη θεραπεία ενός μόνο ασθενούς με πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή ανοσοανεπάρκεια απαιτούνται σε ετήσια βάση περίπου 130 δωρεές πλάσματος, ενώ για έναν ασθενή με ανεπάρκεια Αλφα-1 αντιθρυψίνης απαιτούνται 900 δωρεές και για έναν ασθενή με αιμορροφιλία 1.200 δωρεές ετησίως. Οι ασθενείς με σπάνιες και χρόνιες παθήσεις αριθμούν πάνω από 300.000 σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πραγματική ανάγκη για θεραπείες που προέρχονται από ανθρώπινο πλάσμα είναι πιθανό να είναι ακόμα μεγαλύτερη από αυτή που αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία, καθώς σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δεν καταγράφονται πλήρως όλες οι ομάδες ασθενών που χρειάζονται φαρμακευτικά προϊόντα πλάσματος. Έως σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει έλλειμμα στην ποσότητα πλάσματος που διαθέτει, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό κοντά στο 40%. Η ποσότητα αυτή καλύπτεται κυρίως μέσω εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγή των αναγκαίων θεραπειών για τους ασθενείς. Επιπλέον, παρατηρείται ότι, καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων και η χρήση του πλάσματος στην κοινή ιατρική γίνεται όλο και πιο συχνή, η ζήτηση για φάρμακα που προέρχονται από πλάσμα αυξάνεται εκθετικά, με την ανάγκη μόνο για ανοσοσφαιρίνες να καταγράφει ετήσια αύξηση 6,7% σε Ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με στοιχεία του 2023. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργούνται σημαντικές προκλήσεις για τη διαθεσιμότητα των παραγώγων πλάσματος (PDMPs). Η πίεση αυτή έγινε ιδιαίτερα αισθητή κατά την περίοδο της πανδημίας, όταν οι γιατροί αναγκάστηκαν να επιλέγουν σε ποιους ασθενείς θα χορηγήσουν θεραπείες ζωτικής σημασίας, εξαιτίας της σοβαρής διατάραξης του διαμετακομιστικού εμπορίου και της παράλληλης υποχώρησης των εθελοντικών δωρεών πλάσματος λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Για τον λόγο αυτόν, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) όσο και τα ίδια τα κράτη μέλη της παίρνουν τα τελευταία χρόνια πρωτοβουλίες έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα ασφαλές και ανθεκτικό εφοδιαστικό δίκτυο πλάσματος που θα είναι σε θέση να καλύπτει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε κρίσιμες φαρμακευτικές θεραπείες. Η πρόσβαση των ασθενών στις απολύτως κρίσιμες για το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής τους θεραπείες από πλάσμα, εξασφαλίζεται αποκλειστικά μέσα από την δωρεά και συλλογή πλάσματος από υγιείς δότες, με δεδομένο πως τα PDMPs δεν μπορούν να παραχθούν χωρίς το ανθρώπινο πλάσμα ως βασική πρώτη ύλη. Ήδη τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες - η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Γερμανία - εφαρμόζουν μεικτό σύστημα συλλογής πλάσματος, με τη συνύπαρξη δημοσίων και ιδιωτικών φορέων. Με τον τρόπο αυτό καλύπτουν τις εθνικές τους ανάγκες και εξάγουν πλεονάζουσες ποσότητες, συμβάλλοντας καθοριστικά στην παραγωγή και διαθεσιμότητα κρίσιμων φαρμάκων πλάσματος για όλες τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για χώρες στρατηγικής σημασίας, καθώς αποτελούν τους βασικούς συλλέκτες και προμηθευτές της αναγκαίας πρώτης ύλης στην ευρωπαϊκή παραγωγική αλυσίδα των φαρμάκων που προέρχονται από πλάσμα. Με γνώμονα τόσο τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, όσο και την ενίσχυση της συλλογικής ανθεκτικότητας των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας, η Ελλάδα διαθέτει το περιθώριο να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό και υπεύθυνο ρόλο στον τομέα της συλλογής πλάσματος. Μέσα από προσεκτικά σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις, με σαφές θεσμικό πλαίσιο, εποπτεία και πρωταρχικό γνώμονα την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις αναγκαίες θεραπείες και την ασφάλεια των δοτών, η χώρα μπορεί να συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση ενός πιο ανθεκτικού ευρωπαϊκού οικοσυστήματος πλάσματος. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό χάρτη υγείας, υπηρετώντας πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον και τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών. Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr