Σε μια εποχή όπου τα ρούχα παράγονται για να ξεχνιούνται, η απόφαση να αγοράσεις 4.500 κομμάτια από ένα κλειστό μαγαζί μοιάζει παράλογη. Όταν η Rags to Riches κατέβασε ρολά στο μικρό κέντρο της Cordele, το χειρόγραφο χαρτί στην πόρτα ήταν ξεκάθαρο: «Everything Must Go». Για τους περισσότερους περαστικούς, ήταν απλώς μια ακόμα πινακίδα τέλους. Για τη Vicky Szuflita, ήταν η αρχή μιας εμμονής. «Ένιωσα ότι είχα πέσει πάνω σε έναν θησαυρό» «Μπήκα μέσα και ένιωσα ότι είχα πέσει πάνω σε έναν θησαυρό», λέει. «Βάτες, παλιά τζιν ξεθωριασμένα από τον ήλιο, φλοράλ φούστες που κάθονταν τέλεια. Και φορέματα… τόσα πολλά παγιέτες. Τα ήθελα όλα». Το κατάστημα λειτουργούσε σποραδικά και σύντομα έκλεισε οριστικά. Τα ρούχα, όμως, έμειναν στη θέση τους. Μήνες αργότερα, η Szuflita κόλλησε ένα σημείωμα στην πόρτα, ρωτώντας αν θα μπορούσε να αγοράσει «έστω λίγα ακόμη κομμάτια». Πέρασαν κι άλλοι μήνες μέχρι να απαντήσει ο νέος ιδιοκτήτης του κτιρίου. Δεν είχε καμία διάθεση να ξανανοίξει το μαγαζί ούτε ενδιαφέρον για το εμπόρευμα που οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες είχαν αφήσει πίσω. Όταν τελικά της επέτρεψε να μπει, η Szuflita έκανε το άλμα. «Τον ρώτησα κάτι που μου φαινόταν τρελό», λέει. «Κι αν τα έπαιρνα όλα;». Το «όλα» δεν ήταν σχήμα λόγου. Ήταν περίπου 4.500 κομμάτια γυναικείων ρούχων και αξεσουάρ. Φορέματα δεκαετιών, κοστούμια, παπούτσια, τσάντες, καρφίτσες. Ένα ολόκληρο κατάστημα, παγωμένο στον χρόνο. Ο ιδιοκτήτης δέχτηκε. Και κάπως έτσι, ένα άδειο σπίτι στη Τζόρτζια γέμισε με χιλιάδες αριθμημένες σακούλες και ράφια που έμοιαζαν με παρασκήνια θεάτρου. Για τη Szuflita, 31 ετών, η ιστορία αυτή δεν ήταν τόσο παράλογη όσο ακούγεται. Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν και, ως έφηβη, πέρασε φευγαλέα από τον κόσμο της fast fashion. «Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήταν για μένα», λέει. Προτιμούσε τα ευρήματα από stoop sales και καταστήματα όπως το Beacon’s Closet. «Τα vintage ρούχα έχουν μνήμη. Κάποιος τα φόρεσε, έζησε μέσα τους». Αυτή η αντίληψη είναι που τη βοήθησε να δει το κλειστό μαγαζί όχι ως απόθεμα, αλλά ως αφήγηση. «Ένιωσα ότι αν δεν τα έπαιρνε κάποιος, θα κατέληγαν στα σκουπίδια», λέει. «Και αυτό θα ήταν έγκλημα». Έτσι, αντί να ανοίξει ένα νέο φυσικό κατάστημα, αποφάσισε να γίνει η ίδια το κατάστημα. Άρχισε να πουλάει τα ρούχα μόνη της, μέσω pop-up πωλήσεων, διαδικτύου και αυτοσχέδιων sidewalk sales. Μία τέτοια πώληση, σε έναν γεμάτο δρόμο στο Μπρούκλιν, τράβηξε και την προσοχή του δημοσιογράφου Ρον Λίμπερ. «Ήταν σαν να έχεις συμπυκνώσει ένα ολόκληρο μαγαζί πάνω στο πεζοδρόμιο», λέει. «Ο κόσμος έψαχνε, γελούσε, δοκίμαζε. Δεν έμοιαζε με απλό παζάρι, αλλά με κοινωνικό γεγονός». Η ίδια η Szuflita αντιμετωπίζει το εγχείρημα περισσότερο ως επιμέλεια παρά ως εμπόριο. Κάθε κομμάτι φωτογραφίζεται, καταγράφεται, καθαρίζεται. «Δεν είναι αγώνας ταχύτητας», λέει. «Θέλω τα ρούχα να πάνε στους σωστούς ανθρώπους». Ορισμένα, παραδέχεται, ίσως χρειαστούν χρόνια για να πουληθούν. Άλλα φεύγουν αμέσως. «Όταν κάποια δοκιμάζει ένα φόρεμα και φωτίζεται το πρόσωπό της, ξέρω ότι άξιζε». Η ιστορία έχει και μια πιο ήσυχη, σχεδόν μελαγχολική διάσταση. Το Rags to Riches ήταν αγαπημένο κατάστημα για την τοπική κοινότητα. Το κλείσιμό του άφησε ένα κενό, όχι μόνο εμπορικό αλλά συναισθηματικό. «Αυτό που πήρα δεν ήταν απλώς ρούχα», λέει η Szuflita. «Ήταν η ιστορία ενός μαγαζιού που κάποτε σήμαινε κάτι». Σήμερα, το άδειο σπίτι στη Τζόρτζια λειτουργεί σαν αποθήκη μνήμης. Και η ίδια σαν άτυπη κληρονόμος ενός καταστήματος που δεν υπάρχει πια. «Δεν ήθελα να το σώσω», λέει. «Ήθελα να το συνεχίσω, με άλλον τρόπο». Σε μια εποχή όπου τα ρούχα παράγονται για να ξεχνιούνται, η απόφαση να αγοράσεις 4.500 κομμάτια από ένα κλειστό μαγαζί μοιάζει παράλογη. Ίσως όμως, όπως λέει η ίδια, να είναι απλώς «ένας άλλος τρόπος να μην αφήσεις κάτι που αγαπήθηκε να χαθεί». Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr