S-400: Από «στρατηγικό όπλο» σε πολιτικό βάρος χωρίς διέξοδο για την Άγκυρα

Πώς θα λύσει η Τουρκία το γόρδιο δεσμό; Δύσκολα απαντούν οι αναλυτές Η συζήτηση για τους S-400 έχει φουντώσει στον τουρκικό δημόσιο λόγο, με τα ΜΜΕ να φωτίζουν το κόστος, τις αντιφάσεις και τα όρια ελιγμών της Άγκυρας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία. DW Τουρκίας: Αδιέξοδο διαχείρισης Η ανάλυση της Ντόιτσε Βέλε Τουρκίας δεν αντιμετωπίζει τους S-400 ως ενεργό αμυντικό εργαλείο, αλλά ως δομικό εμπόδιο που δεσμεύει την τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική. Το ρεπορτάζ αποτυπώνει μια συζήτηση τεχνική, νομική και βαθύτατα πολιτική, με κοινό παρονομαστή τη δυσκολία «απαλλαγής» από το σύστημα χωρίς βαρύ πολιτικό κόστος. Ο αναλυτής αμυντικών θεμάτων και επικεφαλής της πλατφόρμας TurDef, Οζγκιούρ Εκσί, απαριθμεί ωμά τις θεωρητικές επιλογές, δείχνοντας πόσο περιορισμένες είναι στην πράξη: «- Πρώτον, μπορούμε να λάβουμε άδεια από τη Ρωσία και να τους πουλήσουμε σε άλλη χώρα. - Δεύτερον, να τους πουλήσουμε πίσω στη Ρωσία ή με κάποιον τρόπο να τους επιστρέψουμε. - Η τρίτη πιθανότητα είναι να τους διαλύσουμε, να τους αποσυναρμολογήσουμε και να το δείξουμε σε όλους. Αλλά για να τους αποσυναρμολογήσουμε, πρέπει να λάβουμε άδεια από τη Ρωσία. Με αυτήν τη μέθοδο, πρέπει να καταστήσουμε τους πυραύλους άχρηστους και να αποσυναρμολογήσουμε τον ίδιο τον σταθμό ραντάρ, ο οποίος είναι πιο σημαντικός από τους πυραύλους». Ακόμη πιο αιχμηρός είναι ο πρώην Τούρκος διπλωμάτης Σινάν Ουλγκέν, ο οποίος μεταφράζει το τεχνικό πρόβλημα σε πολιτικό ναρκοπέδιο. «Σε ακραία περίπτωση, η Τουρκία θα καταστήσει το σύστημα αυτό μη λειτουργικό, δηλαδή θα το καταστήσει ακατάλληλο για χρήση και έτσι θα πάψει να είναι S-400. Δηλαδή, θα καταστρέψει το ραντάρ, θα το διαλύσει σε κομμάτια κ.λπ. Αλλά αυτό είναι πιο δύσκολο να το εξηγήσει η κυβέρνηση στους ψηφοφόρους. Διότι τότε θα προκύψουν θεμιτά ερωτήματα όπως “αγοράσατε αυτό το σύστημα με 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια και μετά το καταστήσατε άχρηστο;”. Επομένως, αυτή η λύση δεν είναι καλή για την κυβέρνηση». Η Ντόιτσε Βέλε εστιάζει επίσης στη νομική παγίδα των αμερικανικών κυρώσεων, επισημαίνοντας ότι, βάσει CAATSA, ακόμη και η αδρανής διατήρηση των S-400 στην Τουρκία συνιστά εμπόδιο. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται και το ερώτημα άνισης μεταχείρισης: «Νομίζω ότι πρέπει να αναζητηθεί απάντηση και στο εξής ερώτημα: Αν δεν δίνονται F-35 στην Τουρκία επειδή διαθέτει S-400, πώς είναι δυνατόν να προσφέρονται F-35 στην Ινδία που διαθέτει S-400;». Ποια θα είναι η στάση της Ρωσίας; Στο ίδιο ρεπορτάζ, η Ρωσία εμφανίζεται όχι ως παθητικός πωλητής, αλλά ως ωφελημένος παίκτης. Ο Σινάν Ουλγκέν υπογραμμίζει ότι η Μόσχα δεν έχει προφανές κίνητρο να διευκολύνει την Άγκυρα. «Η Ρωσία δεν κέρδισε μόνο χρήματα από την πώληση αυτού του εξοπλισμού στην Τουρκία. Προκάλεσε προβλήματα τόσο στις σχέσεις Τουρκίας-Αμερικής όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Δεν νομίζω ότι θα είναι πρόθυμη να δώσει χρήματα για να λύσει αυτό το πρόβλημα. Γι' αυτό, δεν θεωρώ ότι αυτή η λύση είναι πολύ ρεαλιστική, αλλά μπορεί να έχει ένα πλεονέκτημα, καθώς δείχνει ότι η Τουρκία θέλει να ξεφύγει από αυτό το πρόβλημα». Αντίβαρο σε αυτή τη γραμμή αποτελεί η ανάλυση της ακαδημαϊκού Τουμπά Ελντέμ, η οποία βλέπει ένα στενό, αλλά υπαρκτό παράθυρο ευκαιρίας λόγω Ουκρανίας. «Λαμβάνοντας υπόψη τις απώλειες που υπέστη η Ρωσία στα πυραυλικά συστήματα S-300 και S-400, τα δύο έτοιμα συστήματα στην Τουρκία θα μπορούσαν να έχουν ένα αποτέλεσμα “τονωτικής ένεσης” για τη Ρωσία, χωρίς να χρειάζεται να περιμένει νέα παραγωγή». Η ίδια συνδέει το ενδεχόμενο επιστροφής με σκληρά γεωπολιτικά ανταλλάγματα, προειδοποιώντας ότι η Μόσχα θα απαιτούσε βαρύ τίμημα. «Η πιθανότητα η Τουρκία να ανοίξει αυτά τα συστήματα για “τεχνικό έλεγχο” στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για τα F-35 απειλεί το απόρρητο της ρωσικής τεχνολογίας». Τζουμχουριέτ: κύρος, στροφή και πολιτική ήττα Η κεμαλική, αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Τζουμχουριέτ μεταφέρει τη συζήτηση από το πεδίο της διαχείρισης στο πεδίο του πολιτικού κόστους. Ο αναλυτής εξωτερικής πολιτικής Αϊντίν Σεζέρ αποδομεί το αφήγημα της «στρατηγικής αναγκαιότητας», υποστηρίζοντας ότι για τη Ρωσία οι S-400 έχουν ήδη επιτελέσει τον ρόλο τους. «Από τη σκοπιά της Ρωσίας, οι S-400 έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους. Η Ρωσία πούλησε αυτόν τον εξοπλισμό σε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ για πρώτη φορά και αυτό οδήγησε σε μια πολύ σοβαρή διεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Τουρκίας. Επίσης, λειτούργησε ως διαφήμιση. Από εδώ και στο εξής, η παραμονή τους στην Τουρκία δεν έχει καμία στρατηγική σημασία για τη Ρωσία. Αν ο Ερντογάν θέλει πραγματικά να τους επιστρέψει, η Ρωσία θα τους πάρει πίσω». Ωστόσο, η Τζουμχουριέτ δίνει έμφαση στο εσωτερικό πολιτικό τίμημα μιας τέτοιας απόφασης, με τον Σεζέρ να μιλά ανοιχτά για πλήγμα αξιοπιστίας. «Αν ο Ερντογάν και το AKP έχουν εγκαταλείψει όλους τους ισχυρισμούς τους και έχουν φτάσει στο σημείο να τους επιστρέψουν, αυτό θα σήμαινε μια τεράστια στροφή 180 μοιρών. Θα είναι μια σοβαρή απώλεια κύρους για την Τουρκία και για τον Ερντογάν». Το Κρεμλίνο και το “δεν συζητήθηκε” Στον αντίποδα των εσωτερικών ζυμώσεων, το κρατικό πρακτορείο Αναντολού, επικαλούμενο το Κρεμλίνο, σημειώνει ότι το ζήτημα των S-400 δεν συζητήθηκε καν στη πρόσφατη συνάντηση Πούτιν–Ερντογάν. Η αποσιώπηση αυτή, στον τουρκικό τύπο, διαβάζεται όχι ως διάψευση, αλλά ως ένδειξη ότι το θέμα παραμένει υπόγειο, βαρύ και ανοικτό. Συνολικά, τα τουρκικά ΜΜΕ σκιαγραφούν τους S-400 ως μεγάλο πολιτικό βάρος ξανά. Είναι ένα σύστημα που εγκλωβίζει την Άγκυρα ανάμεσα σε περιφερειακές φιλοδοξίες, νομικούς περιορισμούς και πολιτικές αναδιπλώσεις, για τις οποίες σίγουρα θα ζητηθούν εξηγήσεις από το εσωτερικό ακροατήριο.