Η ληστεία που σημειώθηκε μέρα-μεσημέρι στο Λούβρο λειτούργησε σαν καμπανάκι κινδύνου για μουσεία σε όλο τον κόσμο — και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τους New York Times, στελέχη ασφαλείας και ιδιωτικοί σύμβουλοι λένε ότι μεγάλα ιδρύματα επανεξετάζουν πλέον από την αρχή τον τρόπο με τον οποίο ελέγχουν τις περιμέτρους τους, την επάρκεια των συστημάτων επιτήρησης και την ταχύτητα με την οποία μπορούν να υπάρξουν ένοπλες παρεμβάσεις σε περίπτωση κρίσης. Η υπόθεση Λούβρο Η υπόθεση στο Παρίσι είχε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, τρία κρίσιμα κενά αποδείχθηκαν καθοριστικά: η ανεπαρκής επιτήρηση της εξωτερικής ζώνης, οι παρωχημένες κάμερες και η καθυστέρηση στον εντοπισμό της απειλής. Οι δράστες εκμεταλλεύτηκαν ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, έφτασαν ανενόχλητοι με κλεμμένο φορτηγό, ανέπτυξαν ηλεκτρική σκάλα μέχρι παράθυρο του δεύτερου ορόφου και εισέβαλαν στο μουσείο. Μέσα σε λίγα λεπτά, άρπαξαν κοσμήματα αξίας περίπου 88 εκατ. ευρώ από προθήκες της Αίθουσας του Απόλλωνα και εξαφανίστηκαν. Τα κλοπιμαία παραμένουν άφαντα. «Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι αν η ασφάλεια γνωρίζει ποιος βρίσκεται νόμιμα στον χώρο και ποιος όχι», λέει ο Άντονι Αμόρε, διευθυντής ασφάλειας στο Μουσείο Isabella Stewart Gardner της Βοστώνης — ένα ίδρυμα που γνωρίζει καλά τι σημαίνει μια καταστροφική ληστεία, μετά την απώλεια 13 έργων το 1990. Παρότι οι επικεφαλής ασφάλειας αποφεύγουν συνήθως να μιλούν δημόσια για τα πρωτόκολλά τους, η συγκεκριμένη υπόθεση προκάλεσε έντονη κινητικότητα στον χώρο των ιδιωτικών συμβούλων. «Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν τι πήγε στραβά», λέει ο Τζέιμς Π. Γουίν, πρώην ερευνητής εγκλημάτων τέχνης του FBI. Η αρχική αντίδραση πολλών ειδικών ήταν σοκ. «Μιλάμε για το πιο επισκέψιμο μουσείο στον κόσμο. Το γεγονός ότι ληστεύτηκε μέρα μεσημέρι είναι από μόνο του ανατριχιαστικό», σημειώνει ο Τζέφρι Κέλι, επίσης πρώην μέλος της ομάδας του FBI για εγκλήματα τέχνης. Τα συστήματα ασφαλείας Τα τηλεφωνήματα από μουσεία που ζητούσαν αξιολόγηση των συστημάτων τους δεν άργησαν να έρθουν. Συνήθως, τα σχέδια ασφαλείας επικεντρώνονται στις κύριες εισόδους. Στην περίπτωση του Λούβρου, όμως, η παραβίαση έγινε από ψηλά. Οι δράστες χρησιμοποίησαν ένα όχημα με αναδιπλούμενη σκάλα, συνηθισμένο στο Παρίσι για μετακομίσεις — το οποίο αρχικά έμοιαζε με όχημα συντήρησης. Φορώντας φωσφοριζέ γιλέκα και τοποθετώντας κώνους στον δρόμο, έπεισαν τους περαστικούς ότι επρόκειτο για κανονικές εργασίες. Η πρακτική αυτή ανέδειξε ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα: τον συντονισμό ανάμεσα στους υπεύθυνους εργολάβων και στα κέντρα ασφαλείας. Σε πολλά αμερικανικά μουσεία, η άφιξη εξωτερικών συνεργατών δηλώνεται εκ των προτέρων και συνοδεύεται από παρουσία φύλακα. Δεν είναι σαφές αν στο Λούβρο ίσχυε αντίστοιχο σύστημα. Το μουσείο διέθετε κέντρο ελέγχου με κάμερες που κάλυπταν το εξωτερικό του κτιρίου. Ωστόσο, οι ίδιες οι γαλλικές αρχές έχουν παραδεχθεί ότι το δίκτυο ήταν περιορισμένο και ξεπερασμένο. Δημοσιογραφική καταγραφή κατέδειξε περίπου 25 κάμερες στην περίμετρο — αριθμός μικρός για ένα τόσο εκτεταμένο συγκρότημα. Αρχικά είχε αναφερθεί ότι μια κρίσιμη κάμερα δεν κατέγραψε τη διάρρηξη. Οι ερευνητές, όμως, διευκρίνισαν αργότερα ότι η άφιξη των δραστών είχε όντως καταγραφεί. Το πρόβλημα ήταν αλλού: το κέντρο ελέγχου δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλλει ταυτόχρονα όλες τις ζωντανές ροές. Οι φύλακες έπρεπε να εναλλάσσονται ανάμεσα σε οθόνες — και την κρίσιμη στιγμή παρακολουθούσαν αλλού. Αποτέλεσμα; Για τέσσερα ολόκληρα λεπτά, οι δράστες δρούσαν ανενόχλητοι, κόβοντας το παράθυρο με ηλεκτρικά εργαλεία. Όταν τελικά η εικόνα εμφανίστηκε στο κέντρο ελέγχου, είχαν ήδη διαφύγει. Μετά τη ληστεία, το Λούβρο ανακοίνωσε σχέδιο εκτεταμένης αναβάθμισης: εκατό νέες κάμερες, φυσικά εμπόδια για οχήματα και αυξημένη αστυνομική παρουσία. Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης Στις ΗΠΑ, αρκετά μουσεία έχουν ήδη επενδύσει σε συστήματα υψηλής ανάλυσης και πλέον εξετάζουν τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την ανίχνευση ύποπτης συμπεριφοράς. «Τα συστήματα αυτά λειτουργούν αδιάκοπα και δεν κουράζονται», λέει σύμβουλος που έχει συνεργαστεί με το Smithsonian. Παράλληλα, επανέρχεται στο προσκήνιο και το ζήτημα της ένοπλης φύλαξης. Οι περισσότεροι χώροι τέχνης αποφεύγουν τα όπλα μέσα στις αίθουσες, θεωρώντας τον κίνδυνο για το κοινό μεγαλύτερο από το όφελος. Ωστόσο, μουσεία όπως το Met και τα ιδρύματα του Smithsonian διαθέτουν ένοπλο προσωπικό ή αστυνομικούς σε εξωτερικούς χώρους. Στο Λούβρο, η αστυνομία ειδοποιήθηκε από έναν ποδηλάτη που θεώρησε ύποπτη τη «συντήρηση», αλλά και από συναγερμούς που ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρρηξη. Έφτασε μέσα σε τρία λεπτά — πολύ αργά όμως για να αποτραπεί η διαφυγή των δραστών με σκούτερ. Ανάμεσα στα κλοπιμαία ήταν και μια τιάρα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, διακοσμημένη με σχεδόν 2.000 διαμάντια. «Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε εγκαίρως την άφιξή τους», παραδέχθηκε δημόσια η διευθύντρια του μουσείου, Λοράνς ντε Καρ. Τέσσερις ύποπτοι έχουν συλληφθεί, με στοιχεία DNA να παίζουν ρόλο-κλειδί. Όμως το ερώτημα παραμένει: μπορεί ένα μουσείο να είναι απόλυτα ασφαλές; Οι ειδικοί απαντούν αρνητικά. Η ασφάλεια, λένε, δεν βασίζεται σε μία λύση, αλλά σε πολλαπλά επίπεδα προστασίας, ώστε αν αποτύχει το ένα, να λειτουργήσει το επόμενο. Ακόμη και ένα απλό πρόσθετο εμπόδιο στο παράθυρο της Αίθουσας του Απόλλωνα θα μπορούσε να είχε κερδίσει πολύτιμο χρόνο. Όμως, στα ιστορικά κτίρια, η αισθητική συγκρούεται συχνά με την τεχνολογία. Και κάπου εκεί μπαίνει το όριο. «Όλοι αναρωτιούνται αν θα μπορούσε να συμβεί και σε αυτούς», λέει ο Αμόρε. «Η απάντηση είναι ναι. Καμία τοποθεσία δεν είναι απολύτως ασφαλής απέναντι σε έναν αποφασισμένο δράστη με σχέδιο και εργαλεία — ιδίως αν είναι διατεθειμένος να ασκήσει βία». Πηγή: in.gr