Πέντε μυθιστορήματα από διαφορετικούς τόπους και από διαφορετικές εποχές προτείνει για τις γιορτές το ΑΠΕ-ΜΠΕ με μεταφράσεις βιβλίων που ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Bιβλία για τις ημέρες των γιορτων Το «Μια ζωή ακόμα» του Bernhard Schlink, μετάφραση Απόστολος Στραγαλινός, εκδόσεις Κριτική, καταγράφει τη σύντομη πορεία προς τον θάνατο του 76χρονου καθηγητή ιστορίας του δικαίου Μάρτιν, παντρεμένου με τη σαφώς νεότερή του Ούλα και πατέρα του εξάχρονου Ντάβιντ. «Μια ζωή ακόμα» του Bernhard Schlink Η οικογένεια δεν αντιμετωπιζει οικονομικά προβλήματα ή εσωτερικές ρήξεις, αλλά ο προχωρημένος καρκίνος του παγκρέατος με τον οποίο έχει διαγνωστεί ο Μάρτιν αλλάζει τα πάντα μια και οι γιατροί δεν έχουν δώσει παραπάνω από έξι μήνες ζωής στον ασθενή. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή του «Διαβάζοντας στη Χάννα», που έκανε τον Σλινκ γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο και του εξασφάλισε μια ζηλευτή θέση και για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ο Σλινκ είναι σήμερα 81 ετών και μοιάζει εύλογο να επηρεάζεται κάπως η θεματική του από την ηλικία, χωρίς να καταλήγει, ωστόσο, σε πένθιμους τόνους. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Με μια ήρεμη και στοχαστική γραφή και σε ένα κλίμα που δεν επιτρέπει ποτέ στην εικόνα του σίγουρου τέλους να ενδώσει σε πεισιθάνατη λογική, ο Σλινκ εστιάζει στη σχέση του Μάρτιν με τον γιο του και τη γυναίκα του, αναδεύοντας όλα όσα, είτε αναμενόμενα είτε αναπάντεχα, πρόκειται να συμβούν κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Ο θάνατος και η καθημερινή πάλη μαζί του με προδικασμένο αποτέλεσμα, ο αφανής βίος του κεντρικού ήρωα και η αφανέστερη δικαίωσή του με μια μελαγχολία που διαποτίζει το κείμενο από την πρώτη μέχρι και την τελευταία αράδα, κάποιες αθεράπευτα τραυματικές σχέσεις με την οικογένεια της Ούλα, η θάλασσα σαν ύστατο καταφύγιο κι ένα ύφος γλυκιάς ανημπόριας και μάταιης αξιοπρεπείας είναι οι όροι με τους οποίους θα προσεγγίσει ο Σλινκ τον θάνατο, μακριά από διαμαρτυρίες, διδάγματα και νουθεσίες και πολύ κοντά στον σκληρό πυρήνα της ύπαρξης που λατρεύει, όσα κι αν μεσολαβήσουν, όσα κι αν παρεμβληθούν, τη ζωή εντός της συνεχούς, πάνω από την ατομική μοίρα και πέρα από οποιαδήποτε προσωπική ολιγωρία, ροής της. «Η χορεύτρια» Πατρίκ Μοντιανό Ο Πατρίκ Μοντιανό δεν έχει αποσπάσει τυχαία το Νόμπελ Λογοτεχνίας . Είναι ένας μάστορας της αναδρομής και της μνήμης, ένας δεξιοτέχνης της ανάδειξης των μνημονικών τοπίων όχι σε ακριβή και διαυγή μορφή, αλλά ντυμένων μέσα στην αχλή και στην ατμοσφαιρική αναπόληση του νου όταν δεν θέλει να αναλάβει πρωτοβουλία ιστοριογράφου και απομνημονευματογράφου μα ενός χαμηλόφωνου και σχεδόν ποιητικού παρατηρητή της φευγαλέας στιγμής και του άπιαστου χρόνου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ιδίως τα τελευταία χρόνια επικρίνουν τον Μοντιανό για επανάπαυση στο δοκιμασμένο αφηγηματικό του μοντέλο, για έναν ατέρμονο κύκλο επαναλήψεων και για εγκλωβισμό σε μια επιτυχημένη πλην κουρασμένη (και κουραστική) φόρμουλα. Μπορεί μια τέτοιου τύπου κριτική να μοιάζει αναμενόμενη, ακόμα και εύλογη, αλλά παρακάμπτει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της γραφής του Μοντιανό, που απέχει συνειδητά και εξαρχής από το κυνήγι της πλοκής και από το χτίσιμο χαρακτήρων. Η χορεύτρια, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Πόλις, έρχεται να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, αποτελώντας εκτός των άλλων, και ένα είδος επιτομής του έργου του. Με έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή ο οποίος ανατρέχει στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960, ο Μοντιανό προσπαθεί να αναπλάσει μια χορεύτρια της εποχής. Ο αφηγητής, κατά πάσα πιθανότητα αυτοβιογραφικός, θα πιάσει σιγά-σιγά να εξηγεί πρώτον γιατί ό,τι ανακαλεί δεν είναι κατ’ ανάγκην και αξιόπιστο και δεύτερο ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο της μνήμης του. Οι ανακλήσεις δεν είναι αξιόπιστες επειδή παραμένουν ξεκρέμαστες και ανολοκλήρωτες, σαν φύλλα στον άνεμο. Και να που ο Μοντιανό θα υιοθετήσει αίφνης τον επιστημονικό σκεπτικισμό των νεότερων ιστοριογράφων για την αδιαφάνεια του γνωστικού τους αντικειμένου ενώ ο ίδιος θα δείξει με το γράψιμο και με τις διατυπώσεις του πως η μνημονική δεξαμενή από την οποία αντλεί τα υλικά του δεν είναι αεροστεγής, αλλά κάτι σαν θολή πηγή. Κυρία Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ Η συλλεκτική έκδοση της Κυρίας Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ από το Μεταίχμιο, θέλει να τιμήσει τα εκατό χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου και διατίθεται σε εξαιρετική μετάφραση της Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου. Το κείμενο αποτελεί ζωντανό μνημείο του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού βγαλμένο από την καρδιά του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, αλλά η Γουλφ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον εσωτερικό μονόλογο και τη ροή της συνείδησης, προτιμώντας ένα πιο καταληπτό πλην εξίσου δραστικό μέσο: τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, που αποδίδει σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο τον εκ των ένδον κόσμο των ηρώων, καταργώντας τη διαδοχική ακολουθία της αφήγησης και υπονομεύοντας την καθιερωμένη τάξη του λόγου. Έτσι μπορούμε να ακούσουμε τις άμεσες αντιδράσεις των ηρώων σε σχέση με όσα συμβαίνουν στον περίγυρό τους, να παρακολουθήσουμε τον συγκεχυμένο και ασυντόνιστο τρόπο με τον οποίο τα εξωτερικά ερεθίσματα αποτυπώνονται στη συνείδησή τους και να συναισθανθούμε τις συνεχείς χρονικές μετατοπίσεις τις οποίες βιώνουν κάθε στιγμή (όλα όπως συμβαίνουν στην καθημερινή μας ζωή, σαν ένα είδος αναποδογυρισμένου ρεαλισμού). Κι αυτά κατά τη διάρκεια μίας και μοναδικής ημέρας. Πρόκειται για την ημέρα κατά την οποία η Κλαρίσα Νταλογουέι ετοιμάζεται να διοργανώσει μια βραδινή δεξίωση. Το εικοσιτετράωρο αυτό θα συγκεράσει στο εσωτερικό του όλους τους τόπους και όλους τους χρόνους, για την Κλαρίσα μα και για τους υπόλοιπους ήρωες. Εν έτει 1925 η Βιρτζίνια θα συγκεντρώσει, πέρα από τους διαρκείς χτύπους του Μπιγκ Μπεν, που μετρούν με πάσα ακρίβεια το συγκεκριμένο εικοσιτετράωρο (μαζί με τα λεπτά και τις ώρες του βίου της), και όλο τον κοινωνικό, ιστορικό και λογοτεχνικό χρόνο που έχει τρέξει από τότε μέχρι και τις ημέρες μας, προλαβαίνοντας, ίσως και ξεπερνώντας, έναν ολόκληρο αιώνα: από την ψυχική νόσο και ένα μεγάλο σύμπλεγμα των διαταραχών της και από τους αγώνες ή από την κριτική του φεμινισμού μέχρι την ομοφυλοφιλία, τον έρωτα, τον γάμο, τις ταξικές και τις πολιτικές σχέσεις στην αγγλική κοινωνία, το αίσθημα της φθοράς, την απώλεια των νεανικών προσδοκιών και τα ανεξίτηλα σημάδια του πολέμου. Επιπροσθέτως, η σφραγίδα ενός αγέραστου μοντερνισμού και ο λυρισμός μιας σθεναρής μητροπολιτικής γραφής. «Το θαύμα του Μάνγκο» Το πρώτο μυθιστόρημα και η μοναδική αστυνομική ιστορία του Arthur Koestler (1905-1983), γραμμένο σε συνεργασία με τον Andor Nemeth (1891-1953), έχει τίτλο «Το θαύμα του Μάνγκο» και κυκλοφορεί σε πολύ καλή μετάφραση της Αγλαΐας Παντελάκη από τα γερμανικά, εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina. Πρόκειται για μια πυκνή, αυστηρά ορθολογική και ιδιαιτέρως συνεπή εσωτερικά αφήγηση με θέμα της την τύχη ενός βιολιού πρώτα στη Βουδαπέστη και ύστερα στη Βιέννη. Πρωταγωνιστές είναι δύο ψυχαναλυτές κι ένας ντετέκτιβ. Όταν ένας διάσημος σολίστας παθαίνει εμπλοκή σε μια συναυλία του στη Βουδαπέστη, σπεύδοντας να καταγγείλει πως το πανάκριβο βιολί του έχει υποκατασταθεί από μια φτηνή απομίμηση, οι γνώμες διχάζονται: οι ψυχαναλυτές πιστεύουν πως η περίεργη υπόθεση έχει να κάνει μια κάποια απωθημένη επιθυμία του καλλιτέχνη ενώ ο αστυνομικός αναζητεί επί ματαίω τόσο το αντικείμενο της πλοκής όσο και τον κλέφτη. Κι ενώ έχουμε ήδη φτάσει στα μισά της ιστορίας και ο καλλιτέχνης έχει πειστεί πως μια εκ των ένδον αιτία έχει προκαλέσει το ζήτημά του, το βιολί επανακάμπτει, αυτή τη φορά σε συναυλία στη Βιέννη και με την αυθεντική του μορφή. Τι ακριβώς συμβαίνει; Ψυχαναλυτές και αστυνομία θα πιάσουν να λύσουν τον κόμπο από την αρχή και τότε ο Κέσλερ και ο Νέμεθ θα ξεκινήσουν να φωτίζουν στοιχεία που υπήρχαν από την πρώτη φάση, τη φάση της Βουδαπέστης, μα τώρα είναι πλέον πιθανό να αποκτήσουν διαφορετικές διαστάσεις. Τι ρόλο, επί παραδείγματι, παίζουν η σύζυγος του σολίστα και μια πρώην υποψήφια μαθήτριά του; Ποια θα αποδειχθεί πως είναι η σχέση με τον έναν εκ των δύο ψυχαναλυτών; Ποια θέση θα διεκδικήσουν στα δρώμενα ένα παιδί-θαύμα κι ένας ιμπρεσάριος; Προσοχή στη λεπτομέρεια και στις προειδοποιήσεις που είναι πιθανόν να εμπεριέχει, παλινδρομήσεις στον αφηγηματικό χρόνο που αποδεικνύονται κάθε άλλο παρά τυχαίες, προσεκτική διαγραφή και υποστήριξη της ψυχολογίας των χαρακτήρων, διαρκής κίνηση στον χώρο και μαζί τα υποβλητικά αστικά τοπία της Βιέννης και της Βουδαπέστης και οι περιπετειώδεις μετακινήσεις από τη μια προς την άλλη: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά ενός βιβλίου που δεν καταντά ποτέ βαρετό και κουραστικό, διατηρώντας το σύνολο της ρώμης και της πρωτοτυπίας του. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως μείζον έργο του Malcolm Lowry παραμένει το Κάτω από το ηφαίστειο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό σε υποδειγματική μετάφραση (και με έναν σεβαστό όγκο παραπομπών) της Κατερίνας Σχινά, εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάζω τώρα τη νουβέλα «Πέτρα της κόλασης», μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Μεταίχμιο, και η διαφορά είναι εμφανής. Το ευρύ εποπτικό πεδίο που αντικρίζουμε στο Κάτω από το ηφαίστειο, η αγχώδης και ασθματική πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διασταύρωση διαφορετικών αιώνων και πολιτισμών, η συνάντηση με πληθώρα αφηγηματικών τεχνικών, οι εκρηκτικές και ανεπούλωτα τραυματικές σχέσεις, το μαγικό και ταυτοχρόνως δυσοίωνο ταξίδι στον κόσμο του αλκοόλ, οι ανεξάντλητες διακειμενικές συνδέσεις, καθώς και η θριαμβική λάμψη του μοντερνισμού, έχουν τώρα συρρικνωθεί στον χώρο ενός ψυχιατρείου στη Νέα Υόρκη και σε μια σύντομη περιπλάνηση, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, στην πόλη, με μοναδικό προφανή οδηγό τον Χέρμαν Μέλβιλ, έναν από τους αγαπημένους αμερικανούς συγγραφείς του Λόουρι. Η λογοτεχνία επιφυλάσσει συχνά αυτή η μοναχική μοίρα στις κορυφώσεις της και ο Λόουρι αποτελεί σίγουρα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτό πάντως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως ό,τι απέμεινε είναι θλιβερά μέτριο ή παντελώς αδιάφορο. Ο Λόουρι δούλευε πολλά χρόνια την Πέτρα της κόλασης (βλ. τον λίαν κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας), συσσωρεύοντας κατά τη διάρκεια της πορείας πολλαπλές εκδοχές της, οι οποίες όχι μόνο δεν έδωσαν συμπιληματικό χαρακτήρα στο βιβλίο, όπως απέδειξε η μεταθανάτια έκδοσή του, μα και το προίκισαν με πολύ ξεχωριστές αρετές. Η «Πέτρα της Κόλασης» δεν προσφέρει κανένα στήριγμα, δεν υπόσχεται την παραμικρή απαντοχή, δεν χαρίζει την ελάχιστη ελπίδα. Στο «Κάτω από το ηφαίστειο» οι άνθρωποι πεθαίνουν με την επιθυμία της ζωής ακόμη χαραγμένη στα χείλη - με μια ελάχιστη έστω ανάσα. Στην «Πέτρα της Κόλασης» υπάρχει μόνο η επιθυμία του θανάτου. Κι αν στο Κάτω από το ηφαίστειο το αλκοόλ μπορεί ακόμη να ξεδιψάσει ή έστω να σκάψει έναν ζοφερό δρόμο διαφυγής, στην Πέτρα της Κόλασης η μοναδική διαφυγή είναι ο διακαής πόθος του τερματισμού. Και δεν είναι ίσως τυχαίο πως σε έναν τέτοιο ορυμαγδό και σε ένα τέτοιο χάος, η γλώσσα του Λόουρι δεν έχει πάψει να κρατάει και να διασώζει κάτι σχεδόν ανατριχιαστικό από το σφρίγος της. ΑΠΕ-ΜΠΕ Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr