Ικανοποίηση για την ψήφιση του νομοσχεδίου για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση εξέφρασε η Υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, μιλώντας στην εκπομπή «Πρωτοσέλιδο», υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για μια εξέλιξη αναμενόμενη, αποτέλεσμα μακράς και συστηματικής διαδικασίας διαλόγου. Όπως ανέφερε, η κυβέρνηση ανέμενε το αποτέλεσμα, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η υπεύθυνη στάση των βουλευτών θα οδηγούσε τελικά στην έγκριση του νομοθετήματος, κάτι που επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Η Υπουργός σημείωσε ότι με την ψήφιση του νομοσχεδίου ξεκινά άμεσα η δουλειά για την υλοποίησή του, κάνοντας λόγο για ένα σχέδιο που φέρνει την κυπριακή εκπαίδευση πιο κοντά στα σύγχρονα δεδομένα, έπειτα από πενήντα χρόνια. Όπως τόνισε, για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα διαμορφώνεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο στήριξης του δημόσιου σχολείου, το οποίο στοχεύει στην ενδυνάμωση και στη βελτίωση της ποιότητας, τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο –κυρίως– για τα παιδιά. Αναφερόμενη στις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών οργανώσεων και ειδικότερα της ΠΟΕΔ, η κ. Μιχαηλίδου ξεκαθάρισε ότι επί περίπου δεκαπέντε μήνες ακολουθήθηκαν όλες οι δημοκρατικές διαδικασίες, με εκτενή διάλογο και σαφές χρονοδιάγραμμα, μέχρι την κατάθεση του σχεδίου στη Βουλή τον Μάιο. Η Υπουργός ευχαρίστησε τους βουλευτές της Επιτροπής Παιδείας για τη συζήτηση που προηγήθηκε, επισημαίνοντας ότι ακούστηκαν επιχειρήματα από όλες τις πλευρές πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις. Τόνισε, παράλληλα, ότι το γεγονός πως δεν υιοθετήθηκαν όλες οι θέσεις του Υπουργείου ή των εμπλεκόμενων φορέων δεν μπορεί να αποτελεί λόγο απόρριψης του συνολικού αποτελέσματος, σημειώνοντας πως αυτό συμβαίνει σε όλα τα νομοσχέδια. Παραδέχθηκε ότι και το Υπουργείο θα επιθυμούσε ορισμένα σημεία να ήταν διαφορετικά, υπογραμμίζοντας όμως την ανάγκη να ξεπεραστούν οι επιμέρους διαφωνίες και να αξιολογηθεί η μεταρρύθμιση συνολικά. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο ζήτημα του ποσοστού 15% του ρόλου του διευθυντή στην αξιολόγηση, σημειώνοντας ότι αν αυτό αποτελεί τη βασική αιτία έντασης, τελικά θα το κρίνει η κοινωνία. Διαβεβαίωσε ότι το Υπουργείο παραμένει ανοικτό στον διάλογο και ότι αμέσως μετά τις γιορτές ξεκινά εντατικά η δουλειά, καθώς η μεταβατική περίοδος μειώθηκε από πέντε σε τρία χρόνια, γεγονός που επιβάλλει την ταχεία ολοκλήρωση πολλών προνοιών των κανονισμών. Εξηγώντας τη σημασία της μεταβατικής περιόδου, η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι αυτή έχει διττό ρόλο: αφενός τη σταδιακή εφαρμογή του νέου πλαισίου και αφετέρου τη συνεχή αξιολόγησή του. Όπως είπε, υπάρχουν συγκεκριμένες δράσεις ανά έτος, με άμεση προτεραιότητα την ολοκλήρωση των σχεδίων υπηρεσίας, όπως για τον ανώτερο εκπαιδευτικό, καθώς και των κριτηρίων που θα οριστικοποιηθούν μέσω της θεσμοθετημένης Επιτροπής Παρακολούθησης, στην οποία συμμετέχουν και οι εκπαιδευτικοί. Τα σχετικά κείμενα θα πρέπει να κατατεθούν στη Βουλή εντός δύο μηνών, κάτι που, όπως σημείωσε, δεν ενοχλεί το Υπουργείο, καθώς επισπεύδει αναγκαίες διαδικασίες. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο θέμα της επιμόρφωσης, επισημαίνοντας ότι για πρώτη φορά αυτή θεσμοθετείται, ενώ μέχρι σήμερα ήταν προαιρετική. Παράλληλα, αναφέρθηκε στον ρόλο της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία θα παρακολουθεί βήμα προς βήμα την υλοποίηση της μεταρρύθμισης και θα παρεμβαίνει όπου χρειάζεται για διορθώσεις ή τροποποιήσεις. Όπως τόνισε, στόχος είναι η σωστή εφαρμογή της αλλαγής, η επίλυση διαδικαστικών προβλημάτων και, κυρίως, η βελτίωση της ουσίας του σχολείου. Η Υπουργός υπογράμμισε ότι το νέο πλαίσιο καθιστά το σχολείο πιο δημοκρατικό και παιδαγωγικό, ενισχύοντας την εξωστρέφεια και τη συνεργασία. Όπως ανέφερε, οι εκπαιδευτικοί δεν θα είναι πλέον απομονωμένοι στην τάξη τους ούτε θα εξαρτώνται αποκλειστικά από έναν επιθεωρητή, αλλά θα υπάρχει συνεχής συνεργασία με τον διευθυντή και μεταξύ των συναδέλφων, στο πλαίσιο μιας διαμορφωτικής και καθημερινής αξιολόγησης. Στόχος, όπως είπε, είναι η καλύτερη μάθηση των παιδιών και η ενδυνάμωση των ίδιων των εκπαιδευτικών, οι οποίοι, σύμφωνα με την Υπουργό, ήταν και οι πρώτοι που προσβάλλονταν από το υφιστάμενο σύστημα. Χαρακτήρισε τη μεταρρύθμιση αναγκαία «ανάσα» για το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου, καλώντας να μην απαξιώνεται εκ των προτέρων. Παράλληλα, σημείωσε ότι υπάρχουν και άλλα σοβαρά ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν με τους εκπαιδευτικούς, όπως η παραβατικότητα, η ειδική εκπαίδευση και ο κατάλογος διορισμών. Αναφερόμενη σε δηλώσεις της προέδρου της ΠΟΕΔ, η κ. Μιχαηλίδου εξέφρασε προβληματισμό για αναφορές ακόμη και σε μη εφαρμογή της νομοθεσίας, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο. Παρά τις εντάσεις, δήλωσε αισιόδοξη ότι, αν ο πραγματικός στόχος είναι η στήριξη του δημόσιου σχολείου, αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από διάλογο και συναίνεση, όπως συμβαίνει σε όλα τα δημοκρατικά κράτη. Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι υπάρχει πλέον νομοθεσία, η οποία μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά πρέπει να εφαρμοστεί και να βελτιωθεί συστηματικά, βήμα προς βήμα. Το Υπουργείο, όπως είπε, βρίσκεται στη διάθεση των εκπαιδευτικών οργανώσεων, οι οποίες έχουν θεσμοθετημένο και ουσιαστικό ρόλο στις επιτροπές που δημιουργούνται, με στόχο την επίλυση προβλημάτων και την άρση φόβων και ανησυχιών. Με μια πιο προσωπική αναφορά, εξέφρασε την ελπίδα το πνεύμα των Χριστουγέννων να συμβάλει στην εκτόνωση των εντάσεων και στη δημιουργία προϋποθέσεων για θετικές, και όχι αρνητικές, εξελίξεις στον χώρο της εκπαίδευσης. Διαβάστε επίσης: Αποτυχία στο σύστημα αξιολόγησης εκπαιδευτικών θα βαραίνει όσους ψήφισαν