Το φαινόμενο καταγράφεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και αφορά τόσο μικρές επιχειρήσεις όσο και μεγάλους οργανισμούς, δημιουργώντας ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και δυσπιστίας ανάμεσα σε εργοδότες και υποψηφίους. Όλο και περισσότερες αγγελίες εργασίας αποδεικνύεται ότι αφορούν θέσεις που δεν υπάρχουν. Οι λεγόμενες δουλειές-φαντάσματα — αγγελίες για ρόλους που έχουν ήδη καλυφθεί, που έχουν παγώσει ή που δεν επρόκειτο ποτέ να καλυφθούν — αποτελούν πλέον ένα συστημικό πρόβλημα στην αγορά εργασίας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Μελέτη σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία έδειξε ότι έως και το 22% των διαδικτυακά διαφημιζόμενων θέσεων την περασμένη χρονιά αναρτήθηκαν χωρίς πρόθεση πρόσληψης, ενώ ξεχωριστή έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο ανεβάζει το ποσοστό στο 34%. Την ίδια στιγμή, τα επίσημα στοιχεία στις ΗΠΑ καταγράφουν εκατομμύρια κενές θέσεις που δεν μεταφράζονται σε αντίστοιχες προσλήψεις, εντείνοντας τα ερωτήματα για το πόσο αξιόπιστη είναι η εικόνα της ζήτησης εργασίας. Μια καθημερινή εμπειρία απογοήτευσης για χιλιάδες ανθρώπους Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι απλώς στατιστικές αποκλίσεις. Αποτυπώνουν μια καθημερινή εμπειρία απογοήτευσης για χιλιάδες ανθρώπους που αναζητούν εργασία και αφιερώνουν χρόνο και ενέργεια σε αιτήσεις που δεν πρόκειται ποτέ να απαντηθούν. Το φαινόμενο καταγράφεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και αφορά τόσο μικρές επιχειρήσεις όσο και μεγάλους οργανισμούς, δημιουργώντας ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και δυσπιστίας ανάμεσα σε εργοδότες και υποψηφίους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Έρικ Τόμπσον, εργαζόμενου στον τεχνολογικό κλάδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερα από 20 χρόνια εμπειρίας. Τον Οκτώβριο της περασμένης χρονιάς απολύθηκε από μια start-up και πέρασε τους επόμενους δύο μήνες υποβάλλοντας, χωρίς επιτυχία, εκατοντάδες αιτήσεις. Όπως λέει, κοίταξε τα πάντα κάτω από τον ήλιο, κάνοντας αιτήσεις για θέσεις στο επίπεδό του, αλλά και για πιο ανώτερες ή πιο κατώτερες. Σταδιακά συνειδητοποίησε ότι ορισμένες από τις αγγελίες στις οποίες απευθυνόταν απλώς δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικές θέσεις. Η εμπειρία αυτή τον οδήγησε να συγκροτήσει ομάδα εργασίας που ζητά νομοθετική απαγόρευση των ψεύτικων αγγελιών εργασίας στις ΗΠΑ. Ο Τόμπσον άρχισε να συναντά μέλη του Κογκρέσου και συνέβαλε στη διαμόρφωση πρότασης νόμου με την ονομασία Truth in Job Advertising & Accountability Act. Η πρόταση προβλέπει ημερομηνίες λήξης για αγγελίες όταν η διαδικασία πρόσληψης παγώνει ή ολοκληρώνεται, τη διατήρηση ελέγξιμων αρχείων προσλήψεων και την επιβολή κυρώσεων σε εργοδότες που αναρτούν παραπλανητικές ή ανύπαρκτες θέσεις. Παράλληλα, ξεκίνησε και διαδικτυακή συλλογή υπογραφών, η οποία έχει ήδη συγκεντρώσει περισσότερες από 50.000. Μαζί με τις υπογραφές, λαμβάνει μηνύματα από ανθρώπους που περιγράφουν πώς οι δουλειές-φαντάσματα έχουν υπονομεύσει την αυτοπεποίθησή τους και έχουν επηρεάσει την ψυχική τους υγεία, κάτι που ο ίδιος χαρακτηρίζει ντροπιαστικό. Σε επίπεδο πολιτείας, τα νομοθετικά σώματα του Νιου Τζέρσεϊ και της Καλιφόρνιας εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο απαγόρευσης της πρακτικής. Ωστόσο, το πιο προχωρημένο παράδειγμα ρύθμισης εντοπίζεται στον Καναδά και συγκεκριμένα στην επαρχία του Οντάριο. Από την 1η Ιανουαρίου, οι εταιρείες θα υποχρεούνται να δηλώνουν αν μια αγγελία αφορά θέση που καλύπτεται ενεργά. Το Οντάριο επιχειρεί επίσης να αντιμετωπίσει το συγγενικό φαινόμενο του recruitment ghosting, δηλαδή την πλήρη απουσία απάντησης προς τους υποψηφίους. Οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 25 εργαζομένους θα πρέπει πλέον να απαντούν σε όποιον έχει περάσει από συνέντευξη εντός 45 ημερών, αν και δεν υποχρεούνται να επικοινωνούν με όσους δεν επιλέχθηκαν για συνέντευξη. Η Ντέμπορα Χάντσον, εργατολόγος με έδρα το Τορόντο, λέει ότι έχει ήδη δεχθεί κλήσεις από εταιρείες που προσπαθούν να συμμορφωθούν. Παρ’ όλα αυτά, εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για το πώς θα εφαρμοστούν οι νέοι κανόνες. Η κυνική της πλευρά, όπως λέει μετά από σχεδόν 20 χρόνια στο επάγγελμα, αναρωτιέται πώς ακριβώς θα παρακολουθούνται και θα ρυθμίζονται οι παραβάσεις, καθώς δεν πιστεύει ότι το κράτος διαθέτει επαρκείς πόρους για συστηματικούς ελέγχους. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούν να καταγγέλλουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και αυτές θα εξετάζονται. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντίθετα, δεν υπάρχει νομική υποχρέωση απάντησης προς τους υποψηφίους, ούτε κάποια ενεργή πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση είτε των δουλειών-φαντασμάτων είτε του recruitment ghosting. Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται στις μαρτυρίες ανθρώπων όπως η Έιλες Ντέιβις από το Λέστερ, επαγγελματία του μάρκετινγκ με περισσότερα από 10 χρόνια εμπειρίας. Περιγράφει το να σε αγνοούν μικρές επιχειρήσεις και μεγάλες εταιρείες ως ψυχοφθόρο και εξουθενωτικό. Αναφέρεται στον χρόνο και την προσπάθεια που απαιτεί η προσαρμογή κάθε αίτησης, μόνο και μόνο για να μη λάβει καμία απάντηση, και θυμάται περίπτωση όπου υπεύθυνος προσλήψεων της ζήτησε διαθεσιμότητα για συνέντευξη και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Όπως λέει, οι εργοδότες θα έπρεπε να δείχνουν μεγαλύτερη συμπόνια, καθώς η σημερινή αγορά εργασίας δεν είναι ένα φιλικό περιβάλλον. Οι αιτίες του φαινομένου Τις αιτίες του φαινομένου επιχειρεί να εξηγήσει η Τζάσμιν Εσκαλέρα, σύμβουλος καριέρας και ειδικός στις προσλήψεις με έδρα το Μαϊάμι. Η ίδια λέει ότι πρωτοέμαθε για τις δουλειές-φαντάσματα μέσα από τις γυναίκες που καθοδηγεί επαγγελματικά, οι οποίες έβλεπαν την ίδια αγγελία να επανεμφανίζεται ξανά και ξανά και αναρωτιούνταν αν έπρεπε να υποβάλουν εκ νέου αίτηση. Στην πράξη, εξηγεί, έκαναν αιτήσεις σε μια μαύρη τρύπα, με αποτέλεσμα να συντρίβεται το ηθικό τους. Σύμφωνα με την έρευνά της, τα κίνητρα των εργοδοτών ποικίλλουν. Ορισμένες εταιρείες αναρτούν αγγελίες για να δημιουργήσουν δεξαμενές ταλέντου, χωρίς να έχουν άμεση πρόθεση πρόσληψης. Άλλες, όπως διαπίστωσε, διογκώνουν τεχνητά τον αριθμό των αγγελιών για να δείξουν ότι η εταιρεία αναπτύσσεται, ακόμη κι αν αυτό δεν ισχύει. Προσθέτει επίσης ότι έχει ακούσει περιπτώσεις όπου αγγελίες χρησιμοποιούνται ως μέσο συλλογής και πώλησης δεδομένων. Όποιο κι αν είναι το κίνητρο, προειδοποιεί ότι το αποτέλεσμα είναι σοβαρό σε θεσμικό επίπεδο, καθώς τα στρεβλά δεδομένα επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής και την παροχή στήριξης σε εργαζομένους και ανέργους. Για τους αναζητούντες εργασία που προσπαθούν να αποφύγουν τις δουλειές-φαντάσματα, η Εσκαλέρα προτείνει μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση: δικτύωση και άμεση επικοινωνία με υπεύθυνους προσλήψεων. Όπως λέει, μια θέση είναι πιο πιθανό να είναι πραγματική όταν συνοδεύεται από συζητήσεις με πραγματικούς ανθρώπους που εργάζονται στον οργανισμό. Παράλληλα, συμβουλεύει να δίνεται προσοχή σε ενδείξεις κινδύνου, όπως αγγελίες που αναρτώνται επανειλημμένα στο ίδιο χρονικό διάστημα ή παραμένουν ανοιχτές για υπερβολικά μεγάλο διάστημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πιθανό η αγγελία να παραμένει ενεργή όχι επειδή αναζητείται προσωπικό, αλλά επειδή δεν προορίζεται ποτέ να καλυφθεί. Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr