Το Εφετείο απέρριψε την έφεση καταδικασθέντος για το αδίκημα της παρακολούθησης εκπαίδευσης με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων, επικυρώνοντας πλήρως την ενοχή του, αλλά έκανε δεκτή την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα ως προς την ποινή, κρίνοντας ότι η πρωτόδικη φυλάκιση δύο ετών ήταν έκδηλα ανεπαρκής. Ως αποτέλεσμα, η ποινή αυξήθηκε στα τέσσερα έτη φυλάκισης. Η υπόθεση αφορούσε ποινική έφεση κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί για παράβαση του Άρθρου 9 του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην κατοχή του κατηγορούμενου, μέσω του κινητού του τηλεφώνου, βρέθηκε εκτεταμένο και δομημένο εκπαιδευτικό υλικό, σε μορφή εγχειριδίων και βίντεο, που παρείχε λεπτομερείς οδηγίες για κατασκευή βομβών, αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, χημικών και άλλων επικίνδυνων υλικών, καθώς και για επιθέσεις σε δημόσιους χώρους όπως εστιατόρια, λεωφορεία και νυκτερινά κέντρα. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο καταδικασθείς προσέβαλε τη νομιμότητα της τροποποίησης του κατηγορητηρίου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την προσθήκη νέας κατηγορίας ως προς τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Το Εφετείο έκρινε ότι η τροποποίηση ήταν απολύτως επιτρεπτή δυνάμει του Άρθρου 85(4) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού αφορούσε κατηγορία πανομοιότυπη με την αρχική, με μόνη διαφοροποίηση τον μη επακριβή προσδιορισμό του χρόνου. Τόνισε, μάλιστα, ότι δεν προέκυψε οποιαδήποτε δυσμενής επίπτωση στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ούτε αυτή τεκμηριώθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο. Απορρίφθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το Εφετείο επικύρωσε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατοχή και τηλεφόρτωση του συγκεκριμένου υλικού συνιστούσε «λήψη εκπαίδευσης» κατά την έννοια του νόμου, υιοθετώντας πλήρως και την ερμηνεία της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας 2017/541. Υπογράμμισε ότι η αυτοδιδασκαλία μέσω διαδικτύου ή ψηφιακού υλικού εμπίπτει στην έννοια της εκπαίδευσης, όταν προκύπτει ενεργητική συμπεριφορά και πρόθεση συμβολής σε τρομοκρατικές πράξεις. Το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη και την αιτιολογία του κατηγορουμένου ότι κατείχε το υλικό για λόγους αυτοάμυνας σε περίπτωση επιστροφής του στη Συρία, κρίνοντας ότι το περιεχόμενο των αρχείων, η ποιότητα, η ποσότητα και η σαφής δομή τους δεν συνάδουν με απλή αμυντική προετοιμασία, αλλά παραπέμπουν σε προετοιμασία επιθετικών ενεργειών. Κεντρικό ρόλο στο σκεπτικό διαδραμάτισε η μαρτυρία εμπειρογνώμονα σε θέματα τρομοκρατίας, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε, καταλήγοντας ότι ο κατηγορούμενος εκπαιδευόταν για πρακτική χρήση των γνώσεων αυτών. Ως ατελέσφορος κρίθηκε και ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας, αφού το υλικό βρισκόταν στην κατοχή του κατηγορουμένου εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τον χρόνο της σύλληψής του, στοιχείο επαρκές για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος. Απορρίφθηκαν, τέλος, και οι αιτιάσεις περί παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και καταδίκης βάσει ιδεολογικών πεποιθήσεων. Το Εφετείο έκρινε ότι η αναφορά στην υποστήριξη της ιδεολογίας του Ισλαμικού Κράτους δεν έγινε αυτοτελώς ή τιμωρητικά, αλλά αξιολογήθηκε συναφώς με την απόδειξη της πρόθεσης, όπως επιτρέπεται από τη νομολογία και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Σε ό,τι αφορά την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά της ποινής, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υποεκτίμησε τη σοβαρότητα του αδικήματος. Τόνισε ότι η λήψη εκπαίδευσης για τρομοκρατικές δραστηριότητες είναι αυτοτελώς εξαιρετικά σοβαρό έγκλημα, ανεξαρτήτως του αν τελέστηκε τελικά τρομοκρατική πράξη, καθώς ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης εκτεταμένης βλάβης στο κοινωνικό σύνολο και προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Το Δικαστήριο έθεσε σαφές πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο η απλή κατοχή ψηφιακού υλικού δεν είναι από μόνη της ποινικά κολάσιμη, όταν όμως η κατοχή αυτή συνοδεύεται από ενεργητική τηλεφόρτωση, συστηματική συλλογή, δομή, ποιότητα και περιεχόμενο που παραπέμπουν σε επιχειρησιακή χρήση, τότε συνιστά ολοκληρωμένη μορφή «εκπαίδευσης» κατά τον νόμο. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην ευθυγράμμιση της κυπριακής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2017/541, με το Εφετείο να επισημαίνει ότι ο νομοθέτης επέλεξε συνειδητά να ποινικοποιήσει συμπεριφορές που προηγούνται χρονικά της τέλεσης τρομοκρατικής πράξης. Το σκεπτικό αυτό αντανακλά, σύμφωνα με το Δικαστήριο, τη μετατόπιση της ποινικής καταστολής προς την πρόληψη, ακριβώς επειδή οι τρομοκρατικές ενέργειες ενέχουν εξ ορισμού ανεπανόρθωτη βλάβη για την κοινωνία και το δημοκρατικό πολίτευμα. Παράλληλα, η απόφαση αποσαφηνίζει ότι η απόδειξη της πρόθεσης δεν απαιτεί ομολογία ή άμεση σύνδεση με συγκεκριμένο σχέδιο επίθεσης. Αντιθέτως, μπορεί να συναχθεί από περιστατική μαρτυρία και τη συνολική αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης, όπως το είδος του εκπαιδευτικού υλικού, η θεματολογία του, οι αναφορές σε επιθέσεις κατά αμάχων και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του κατηγορουμένου, όταν αυτά συνδέονται αιτιωδώς με τον σκοπό που περιγράφει ο νόμος. Στο ίδιο πνεύμα, το Εφετείο τόνισε ότι δεν υφίσταται παραβίαση της απαγόρευσης διακρίσεων ή της ελευθερίας σκέψης και πεποιθήσεων, εφόσον τα ιδεολογικά στοιχεία δεν τιμωρούνται αυτοτελώς, αλλά αξιολογούνται αποκλειστικά ως αποδεικτικά δεδομένα για την ύπαρξη πρόθεσης διάπραξης ή συμβολής σε τρομοκρατική δραστηριότητα. Η διάκριση αυτή κρίθηκε καθοριστική για τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε επίπεδο ποινικής μεταχείρισης, η απόφαση στέλνει σαφές μήνυμα αυστηροποίησης. Το Εφετείο υπογράμμισε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος δεν εξαντλείται στο αν τελικώς υλοποιήθηκε μία τρομοκρατική πράξη, αλλά εδράζεται στον κίνδυνο που δημιουργείται από την εκπαίδευση αυτή καθαυτή. Η ενδεχόμενη ικανότητα του δράστη να προχωρήσει σε επιθέσεις σε δημόσιους χώρους αρκεί, κατά το Δικαστήριο, για να δικαιολογήσει σημαντικά αυξημένη ποινή, ακόμη και όταν απουσιάζει άμεσο σχέδιο εκτέλεσης. Με την αύξηση της ποινής από δύο σε τέσσερα έτη φυλάκισης, το Εφετείο έκρινε ότι αποκαθίσταται η αναλογικότητα μεταξύ της βαρύτητας του αδικήματος και της επιβαλλόμενης κύρωσης, υπηρετώντας τόσο τον αποτρεπτικό όσο και τον προστατευτικό ρόλο του ποινικού δικαίου. Η απόφαση αυτή αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για μελλοντικές υποθέσεις τρομοκρατίας και συναφών αδικημάτων, ιδίως εκείνων που αφορούν ψηφιακή ριζοσπαστικοποίηση και διαδικτυακή «αυτοεκπαίδευση». Διαβάστε επίσης: Εννέα συλλήψεις για σοβαρά ποινικά αδικήματα μετά από παγκύπριες επιχειρήσεις