Ο καθηγητής που έγινε «αστυνομικός» της γραφής -Ελέγχει τις εργασίες που γράφτηκαν μέσω ChatGPT

Ο καθηγητής Τρόι Τζόλιμορ περιγράφει πώς μοιάζουν τα «όχι πολύ εξελιγμένα» κείμενα που παράγονται από ΑΙ και γιατί είναι συχνά ανιχνεύσιμα: ίδιος τόνος, ουδέτερος, άχρωμος, μια μεθοδικότητα που δεν αλλάζει ανάλογα με το ερώτημα. Ο Αμερικανός Τρόι Τζόλιμορ είναι καθηγητής. Ο ίδιος διδάσκει φιλοσοφία, κυρίως ηθική, σε πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, σε μαθήματα διά ζώσης και διαδικτυακά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια μιλάει, γράφοντας στο The Atlantic, για κάτι που ο ίδιος αποκαλεί «Η Μαγική Τσάντα»: Ζητάς κάτι, οτιδήποτε, και αυτό εμφανίζεται αμέσως, σαν να το έβγαλε κάποιος από το κενό. Και σχεδόν πάντα το δίδαγμα είναι το ίδιο: πρόσεχε τι εύχεσαι γιατί η εκπλήρωση της επιθυμίας μπορεί να αποδειχθεί δηλητήριο, όχι δώρο. Για τον Τζόλιμορ, αυτή η τσάντα υπάρχει πια στον πραγματικό κόσμο, με τη μορφή εργαλείων όπως το ChatGPT και το Google Gemini. Και η δική του ηθική — και επαγγελματική — κρίση είναι ότι η νέα αυτή «Μαγική Τσάντα» δεν απειλεί απλώς τον τρόπο που αξιολογούμε τους φοιτητές. Απειλεί αυτό που πίστευε ότι είναι το πανεπιστήμιο. Βλέπετε, το κύριο εργαλείο αξιολόγησης του Τζόλιμορ ανέκαθεν (αλλά ειδικά σήμερα) είναι η φοιτητική εργασία. Όμως η γενετική τεχνητή νοημοσύνη έβαλε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στην τσέπη των φοιτητών αυτό που παλιά απαιτούσε ανάγνωση, χρόνο, αγωνία, και — κυρίως — σκέψη: ένα κείμενο που μοιάζει ανθρώπινο. Ζητάς μια εργασία για την Πολιτεία του Πλάτωνα ή για την ηθική της αγοραπωλησίας νεφρών, ή αντιγράφεις απλώς την εκφώνηση ενός τεστ, και «πουφ» εμφανίζεται ένα δοκίμιο. Αν ο διδάσκων δεν ξέρει τι να ψάξει ή αν το εργαλείο είναι αρκετά καλό, μπορείς να δείξεις ότι «κατέκτησες» το αντικείμενο χωρίς να μάθεις τίποτα γι’ αυτό. Κάπως έτσι, ο Τζόλιμορ έγινε, από καθηγητής, ένας «αστυνομικός» της γραφής: αυτός που ελέγχει τις φοιτητικές εργασίες που γράφτηκαν μέσω ChatGPT. Πώς μοιάζουν τα κείμενα γραμμένα από ChatGPT Ο Τζόλιμορ περιγράφει πώς μοιάζουν τα «όχι πολύ εξελιγμένα» κείμενα που παράγονται από ΑΙ και γιατί είναι συχνά ανιχνεύσιμα: ίδιος τόνος, ουδέτερος, άχρωμος, μια μεθοδικότητα που δεν αλλάζει ανάλογα με το ερώτημα. Τα κείμενα χτίζουν πρώτα ένα συστηματικό πλαίσιο, μετά ισορροπούν «ανταγωνιστικές» σκέψεις και καταλήγουν σε μια συνολική κρίση με την ίδια ψυχρή ευγένεια. Αυτά είναι τα εύκολα. Υπάρχουν, υποψιάζεται, πιο σύνθετα κείμενα που περνούν απαρατήρητα. Και, από τον αριθμό των εργασιών που διάβασε το προηγούμενο εξάμηνο και ήταν ξεκάθαρα γραμμένα από ΑΙ, βγάζει το συμπέρασμα ότι οι φοιτητές είναι ενθουσιασμένοι με την καινοτομία — ενθουσιασμένοι ακόμη κι όταν το λεξικό απαγορεύει ρητά τη χρήση ΑΙ και ο ίδιος υπενθυμίζει τον κανόνα: να γράφουν οι ίδιοι τα κείμενα και τις εργασίες τους. Μέχρι εδώ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια νέα μορφή αντιγραφής, άρα για ένα παλιό πρόβλημα σε καινούργιο κουστούμι. Ο Τζόλιμορ όμως επιμένει ότι το πλήγμα είναι βαθύτερο, γιατί ακουμπά πάνω σε μια ήδη υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα: η αντιδιανοουμενική ροπή της βορειοαμερικανικής κουλτούρας, η ιδέα ότι η «πρακτική εξυπνάδα» ή το street smarts αξίζει περισσότερο από τη θεωρία, τη μελέτη και την επιστημονική πειθαρχία. Η εκπαίδευση, λέει, πάντα έδινε μάχη με αυτή τη δυσπιστία, και το μόνο πραγματικό αντίδοτο ήταν το ίδιο το βίωμα της μάθησης: να περάσεις μέσα από την εργασία, την ανάγνωση, την προσπάθεια, και κάπου εκεί να νιώσεις τη διαφορά ανάμεσα στη σαφή σκέψη και στη σύγχυση, ανάμεσα στην ενημερωμένη κρίση και στην άγνοια. Αυτό είναι το κρίσιμο «κλικ» που κάνει την εκπαίδευση να αποκτά νόημα από μέσα προς τα έξω. Μήπως αρκετοί φοιτητές αυτό ήθελαν εξαρχής; Το πρόβλημα, κατά τον Τζόλιμορ, είναι ότι η ΑΙ «παρακάμπτει» ακριβώς αυτή τη διαδικασία. Αντί να περάσεις μέσα από την τριβή που μετασχηματίζει τον φοιτητή, παίρνεις το προϊόν χωρίς τη διαδρομή. Και τότε ο συγγραφέας κάνει την πιο πικρή του υπόθεση: μήπως αρκετοί φοιτητές αυτό ήθελαν εξαρχής; Να περάσουν το πανεπιστήμιο «ανέγγιχτοι», να αποφοιτήσουν ως το ίδιο πρόσωπο που μπήκε, σαν να μην συνέβη τίποτα. Η «Μαγική Τσάντα» τους απλώς τους έδωσε το εργαλείο να κάνουν την επιθυμία πραγματικότητα. Η προσωπική του απογοήτευση δεν αφορά μόνο την ποσότητα των ΑΙ-εργασιών — κείμενα που «δεν δείχνουν κανένα σημάδι» ότι ο φοιτητής άκουσε διάλεξη, έκανε ανάγνωση ή έστω «σκέφτηκε για λίγο» μια έννοια. Αφορά και τα μοτίβα άρνησης και δικαιολογίας. Φοιτητές που λένε «το έγραψα, απλώς έκανα λίγη επιμέλεια με ΑΙ» ή «το χρησιμοποίησα μόνο για έρευνα». Αυτό τον οδηγεί να απαγορεύει ολοένα και συχνότερα την εξωτερική έρευνα στις εργασίες, ακριβώς επειδή γίνεται εύφορο έδαφος για παραπλάνηση — κάτι που όμως, όπως παραδέχεται, έχει κόστος και τον ενοχλεί ιδιαίτερα όταν υπάρχουν φοιτητές που θέλουν ειλικρινά να ανοίξουν το θέμα. Και υπάρχουν οι ακόμη πιο ωμές στιγμές: φοιτητές που αδυνατούν να απαντήσουν σε βασικές ερωτήσεις για το κείμενο που «έγραψαν», ή που παρακαλούν να αλλάξει ο βαθμός της εργασίας τους για να μη χάσουν υποτροφία, με τον Τζόλιμορ να νιώθει τον πειρασμό να τους πει πως ίσως η υποτροφία θα έπρεπε να πάει… στο ChatGPT. Το πιο ενδεικτικό είναι το βλέμμα Το πιο ενδεικτικό, όμως, είναι το βλέμμα. Εκείνο το «απορημένο» βλέμμα που, κατά τον συγγραφέα, δείχνει ότι για πολλούς φοιτητές η χρήση ΑΙ είναι τόσο φυσική και αναπόφευκτη, ώστε η απαγόρευση τους φαίνεται παράλογη. Εκείνοι του λένε ότι στην αγορά εργασίας θα «αναμένεται» να χρησιμοποιούν ΑΙ, άρα η συγγραφή δεν θα είναι πια δεξιότητα που χρειάζεται για να βρεις δουλειά. Και όταν ο Τζόλιμορ απαντά ότι δεν ταυτίζει την εκπαίδευση με την επαγγελματική κατάρτιση, εισπράττει την επόμενη απορία: «Τι εννοείτε κύριε καθηγητά;». Η δική του θέση είναι ωμή: δεν τον ενδιαφέρει πρωτίστως η μελλοντική τους δουλειά· θέλει να τους προετοιμάσει για τη ζωή. Και αυτή η ιδέα — ότι μπορεί να θέλεις ή να χρειαστεί να γράψεις έξω από την εργασία σου, ότι η παιδεία αξίζει επειδή ανοίγει την εμπειρία μιας «πιο ανταποδοτικής ζωής» και όχι επειδή αυξάνει τον μισθό — μοιάζει, όπως το περιγράφει, ακόμη πιο απίθανη για τους φοιτητές από την ιδέα ότι θα γράφουν στη δουλειά. Το πρόβλημα γίνεται λειτουργικό και παιδαγωγικό Από εκεί και μετά, το πρόβλημα γίνεται λειτουργικό και παιδαγωγικό. Στα online μαθήματα, λέει, δεν μπορεί πια να ξέρει τι μαθαίνουν οι φοιτητές. Δεν μπορεί να διακρίνει ποια έννοια κατάλαβαν και ποια τους ξέφυγε. Και άρα δεν ξέρει πώς να προσαρμόσει το μάθημα για να βοηθήσει: τι χρειάζεται περισσότερη εξήγηση, τι μπορεί να περάσει γρηγορότερα, πού χρειάζονται παραδείγματα. Η παρομοίωση που χρησιμοποιεί είναι αποκαλυπτική: σαν να είσαι γιατρός και να σε βάζουν να θεραπεύσεις ασθενή που δεν σου επιτρέπεται να εξετάσεις. Θα μπορούσε, λέει, να κλείσει τα μάτια και να δίνει σε όλους το «τεκμήριο αθωότητας». Κάποιοι συνάδελφοι προτιμούν να εμπιστεύονται και να κάνουν λάθος, παρά να είναι καχύποπτοι και σωστοί. Κάποιοι του λένε ότι δεν είναι δική του δουλειά να κάνει τους ανθρώπους ενάρετους και ότι οι απατεώνες, μακροπρόθεσμα, βλάπτουν μόνο τον εαυτό τους, στερώντας από τον εαυτό τους την εκπαίδευση που πλήρωσαν. Ο Τζόλιμορ χαρακτηρίζει αυτή τη σκέψη «όμορφη» και παραδέχεται ότι θα έκανε τη ζωή του ευκολότερη. Αλλά δεν μπορεί να την υιοθετήσει — και εδώ μιλά ως καθηγητής ηθικής. Γιατί, ακόμη κι αν οι φοιτητές «κλέβουν» από τον εαυτό τους την εκπαίδευση, δεν βλάπτουν μόνο τον εαυτό τους: το σύστημα αξιολόγησης μοιράζει επιτυχία και αποτυχία, ευκαιρίες και αποκλεισμούς. Υπάρχουν φοιτητές που γράφουν μόνοι τους, κάνουν τις αναγνώσεις, προσπαθούν να μάθουν — ή, ακόμη κι αν δεν είναι ενθουσιασμένοι, έχουν την ακεραιότητα να τηρήσουν τους κανόνες. Να τους αναγκάσεις να ανταγωνιστούν για βαθμούς, υποτροφίες, θέσεις ή μεταπτυχιακά ισότιμα με όσους «κερδίζουν» βαθμούς με κείμενα που δεν είναι δικά τους, είναι, κατά τη δική του κρίση, κατάφωρη αδικία. Και αν η πρακτική γενικευτεί, τότε τα πτυχία θα χάσουν συνολικά την αξία τους — μια εξέλιξη που δεν παρηγορεί εκείνους που δουλεύουν για να έχουν ένα πτυχίο που να «σημαίνει κάτι». Το αδιέξοδο των λύσεων Ο συγγραφέας περνά έπειτα στο αδιέξοδο των λύσεων. Η μία είναι να απαιτείται συγγραφή εντός τάξης, ιδανικά χειρόγραφη, ώστε να είναι βέβαιο ότι ο φοιτητής έγραψε το κείμενο. Αλλά τέτοιες πρακτικές, λέει, συναντούν πίεση να αποφεύγονται επειδή ευνοούν όσους σκέφτονται γρήγορα, γράφουν υπό πίεση και είναι πιο άνετοι με χαρτί και μολύβι. Ο ίδιος θεωρεί την ένσταση «μονόπλευρη», αφού και η δουλειά στο σπίτι ευνοεί κάποιους εις βάρος άλλων. Παραδέχεται κάποια αδικία, αλλά τη συγκρίνει με την «μεγαλύτερη αδικία» να δουλεύουν κάποιοι επί εβδομάδες ενώ άλλοι παραδίδουν κάτι «γραμμένο» από την... Μαγική Τσάντα. Ταυτόχρονα, ο Τζόλιμορ υπερασπίζεται την αξία των μακροχρόνιων γραπτών εργασιών. Η συγγραφή στην τάξη δεν μπορεί να αναπαραστήσει τη συγκέντρωση και την ωρίμανση που απαιτεί ένα κείμενο που χτίζεται σε χρόνο, με πρόχειρο, σχόλια, αναθεώρηση. Αυτό το μοντέλο, ιδίως όταν γίνεται σε στάδια, είναι το ισχυρότερο διδακτικό εργαλείο του: η εργασία βελτιώνεται, αλλά κυρίως βελτιώνεται ο φοιτητής. Και εδώ εμφανίζεται η πιο πυκνή του θέση: δεν «χρειάζεται» τις εκθέσεις ως υλικό. Οι εκθέσεις είναι μέσο για έναν σκοπό, και ο σκοπός είναι η μεταμόρφωση του γράφοντος σε μορφωμένο άνθρωπο. Η εργασία είναι όργανο διαμόρφωσης, όχι απλώς τεστ μέτρησης. Αλλά όλο αυτό λειτουργεί μόνο αν ο φοιτητής γράφει. Υπάρχει και η άλλη κατεύθυνση: να συνεχίσει να αναθέτει εργασίες και να ξοδεύει χρόνο σε έλεγχο, να ανασχεδιάζει ερωτήσεις ώστε να είναι «ανθεκτικές» στην ΑΙ, να επιλέγει κείμενα που τα μοντέλα «ξέρουν» λιγότερο. Όμως ο ίδιος βλέπει δύο προβλήματα. Πρώτον, όσο πιο γρήγορα εξελίσσεται η ΑΙ, τόσο λιγότερο αποτελεσματικές θα είναι αυτές οι τεχνικές, ίσως μέχρι το σημείο η «AI-resistant εργασία» να είναι κενή κατηγορία. Δεύτερον, και σημαντικότερο, αυτές οι στρατηγικές υπονομεύουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, γιατί σε αναγκάζουν να μη ζητάς από τους φοιτητές το είδος δουλειάς που θα τους μάθαινε περισσότερο. Έτσι, ο χρόνος του μετατοπίζεται: λιγότερη διδασκαλία, περισσότερη αστυνόμευση. Μια πιο αιχμηρή ηθική διάσταση Το κείμενο παίρνει πιο αιχμηρή ηθική διάσταση όταν μιλά για το μάθημα health ethics. Οι φοιτητές του συχνά στοχεύουν σε επαγγέλματα υγείας: νοσηλευτές, γιατροί, φαρμακοποιοί, EMTs. Και εκεί, λέει, τα ηθικά διλήμματα δεν έρχονται σε μορφή «εκφώνησης». Δεν είναι κάτι που μπορείς να γκουγκλάρεις. Ακόμη κι αν είχες χρόνο να τα δώσεις σε ΑΙ, το πρόβλημα δεν είναι μόνο να πάρεις απάντηση, αλλά να ξέρεις ποιες ερωτήσεις πρέπει να τεθούν — συνήθως το δυσκολότερο μέρος. Θέματα όπως: τι κάνεις όταν ένας ασθενής ζητά μη εγκεκριμένη θεραπεία ή αρνείται μια αναγκαία; πότε κάποιος είναι «ικανός» να αποφασίζει; τι κάνεις όταν συγκρούονται θρησκευτικές πεποιθήσεις ασθενούς και προσωπικού ή ιδρύματος; ποια αξία έχει προτεραιότητα; Αυτά τα ερωτήματα απαιτούν εσωτερικευμένη ηθική κατανόηση και ικανότητα να βλέπεις τι είναι ουσιώδες σε μια πραγματική κατάσταση, να φαντάζεσαι συνέπειες, να εντοπίζεις κινδύνους κάτω από την επιφάνεια. Και εκεί «διακυβεύονται πολλά»: μια κακή αντίδραση μπορεί να σε στοιχειώνει, και στα επαγγέλματα υγείας μπορεί να είναι, κυριολεκτικά, ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο Τζόλιμορ δεν ισχυρίζεται ότι σε ένα εξάμηνο μπορεί να προετοιμάσει πλήρως κάποιον. Μπορεί όμως να τον φέρει πιο κοντά — αν ο φοιτητής δεσμευθεί και δουλέψει. Η χρήση ΑΙ για αποφυγή της δουλειάς δεν είναι απλώς παράβαση κανόνα· είναι αυτο-ακρωτηριασμός, που μπορεί να μετατραπεί και σε κίνδυνο για άλλους στο μέλλον. Ακόμη κι αν δεχτούμε υποθετικά ότι η αντιγραφή βλάπτει «μόνο» τον φοιτητή, εκείνος δηλώνει ότι νιώθει θυμό αλλά και συμπόνια: νοιάζεται για τους φοιτητές και δεν θέλει να χάσουν την ευκαιρία να γίνουν μορφωμένοι άνθρωποι, ακόμη κι αν οι ίδιοι την πετούν. Κι έτσι εμφανίζεται το τελικό του αδιέξοδο, σχεδόν ως ηθικό Catch-22: πώς να περιμένεις να κάνουν καλές επιλογές για τις σπουδές τους αν δεν έχουν ακόμη τα εργαλεία κριτικής σκέψης; πώς να καταλάβουν τι σημαίνει παιδεία όταν μια κοινωνία έχει ήδη παρουσιάσει την εκπαίδευση ως μέσο για μισθό και κύρος ή, χειρότερα, ως κάτι χωρίς αξία; Στο φινάλε, ο συγγραφέας βάζει τον εαυτό του ως αντιπαράδειγμα τύχης: βρέθηκε να σπουδάζει φιλοσοφία, κάτι που αγαπά, και γνώρισε «τα οφέλη της γνήσιας μάθησης». Περιγράφει την εκπαίδευση ως κάτι που ανοίγει τον κόσμο, καλλιεργεί περιέργεια, προσφέρει προοπτική και σε μαθαίνει να βλέπεις τη ζωή σου και την εποχή σου σε ευρύτερο πλαίσιο, αντί να τις βιώνεις μέσα σε μια «ασυνάρτητη άγνοια», σαν όλα να συμβαίνουν για πρώτη φορά και χωρίς λόγο. Αυτό θέλει για όλους τους φοιτητές του: την ευκαιρία να ζήσουν μια τέτοια ζωή. Και γι’ αυτό καταλήγει ότι καμία «Μαγική Τσάντα» δεν αξίζει το κόστος αυτού του χαμένου μετασχηματισμού. Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr