Οι τριγμοί στο εσωτερικό της κυβερνητικής στήριξης του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη επανέρχονται στο προσκήνιο, με αφορμή τις τελευταίες παρεμβάσεις του προέδρου του ΔΗΚΟ, Νικόλα Παπαδόπουλου, και τις αντιδράσεις που αυτές προκαλούν τόσο στο Προεδρικό όσο και στα κόμματα της συγκυβέρνησης. Στο «Μεσημέρι και Κάτι», οι πολιτικοί αναλυτές Νάσιος Ορεινός και Γιάννος Κατσουρίδης σκιαγράφησαν το πολιτικό τοπίο με φόντο τις Βουλευτικές αλλά και τις Προεδρικές Εκλογές. Ο Νάσιος Ορεινός έθεσε εξαρχής το ζήτημα στη βάση των πραγματικών δεδομένων, επισημαίνοντας ότι οι εντάσεις ανάμεσα στο ΔΗΚΟ και την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη δεν αποτελούν στιγμιαίο φαινόμενο. Όπως υπενθύμισε, διαχρονικά στελέχη του κόμματος είχαν εκφράσει σοβαρές διαφωνίες για επιλογές της κυβέρνησης, ενώ ακόμη και πριν από τις ευρωεκλογές καταγράφονταν ισχυρά σημάδια εσωτερικής δυσαρέσκειας. Δημοσκοπικά ευρήματα που παρουσίασε δείχνουν ότι ήδη από τον Οκτώβριο περίπου οι μισοί ψηφοφόροι του ΔΗΚΟ δήλωναν δυσαρεστημένοι με τον ρόλο του κόμματος στην κυβέρνηση, ενώ σε προηγούμενη μέτρηση τα δύο τρίτα θεωρούσαν ότι ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν θα έπρεπε να επανεκλεγεί Πρόεδρος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εκλογικός αναλυτής εκτίμησε ότι ο Νικόλας Παπαδόπουλος κινείται ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα. Από τη μια, επιχειρεί επικοινωνιακά να τοποθετηθεί ως ηγετική φυσιογνωμία του κεντρώου χώρου, ασκώντας πίεση για συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής, όπως το GSI, τα οποία θεωρεί κρίσιμα. Από την άλλη, αναγνωρίζει ότι η κυβερνητική συμμετοχή έχει κόστος και φθορά, κάτι που, όπως είπε, αποτυπώθηκε ήδη στις ευρωεκλογές, με απώλειες ψηφοφόρων προς άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Η μικρή διαφορά ψήφων ανάμεσα στο ΔΗΚΟ και το ΕΛΑΜ, καθώς και επιλογές όπως πρόσφατοι διορισμοί υπουργών με έντονη πολιτική σημειολογία, εντείνουν, κατά τον ίδιο, τη δυσαρέσκεια στη βάση του κόμματος. Ο Ορεινός εκτίμησε ότι ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ βρίσκεται ενώπιον ενός πραγματικού διλήμματος: αν θα παραμείνει σε μια κυβέρνηση από την οποία το ίδιο του το κόμμα φθείρεται ή αν θα αναζητήσει διαφορετική πολιτική κατεύθυνση ενόψει των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Παράλληλα, σχολίασε με κριτικό τρόπο τη ρητορική του Προέδρου περί «υποδειγματικής συνεργασίας», σημειώνοντας ότι, πέρα από τον επικοινωνιακό ρόλο που επιτελεί το Προεδρικό, η πραγματικότητα στο εσωτερικό της συγκυβέρνησης είναι σαφώς πιο σύνθετη. Από την πλευρά του, ο Γιάννος Κατσουρίδης επιχείρησε να εντάξει τις εξελίξεις σε ένα ευρύτερο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Αναγνώρισε ότι οι διαφορές και οι τριβές ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα συνεργαζόμενα κόμματα είναι υπαρκτές και επαναλαμβανόμενες, επισημαίνοντας ότι η φθορά αποτελεί σχεδόν νομοτελειακό αποτέλεσμα της συμμετοχής στην εξουσία, ιδιαίτερα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες χαμηλής ανοχής και αυξημένων προσδοκιών. Όπως τόνισε, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ανέκαθεν εμφάνιζαν παρόμοια προβλήματα και η σημερινή περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε, ωστόσο, στην αδυναμία των καναλιών επικοινωνίας ανάμεσα στο Προεδρικό και τα κόμματα της συγκυβέρνησης, μια παθογένεια που, όπως είπε, δεν φαίνεται να έχει επιλυθεί παρά τη συμπλήρωση τριών ετών διακυβέρνησης. Παρά τα σημεία σύγκλισης στο πρόγραμμα του Προέδρου, τα επικοινωνιακά κενά δημιουργούν επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Σε αντίθεση με την εκτίμηση περί άμεσης αποχώρησης του ΔΗΚΟ από την κυβέρνηση, ο Κατσουρίδης εμφανίστηκε πιο επιφυλακτικός. Κατά την ανάλυσή του, η στρατηγική διαφοροποίηση που παρατηρείται εντάσσεται κυρίως στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του 2026. Πρόκειται, όπως είπε, για μια προσπάθεια διαμόρφωσης διακριτού πολιτικού στίγματος, που επιτρέπει στο κόμμα να καρπώνεται τα θετικά της κυβερνητικής συμμετοχής χωρίς να χρεώνεται πλήρως τα αρνητικά. Το αν αυτή η ισορροπία μπορεί πράγματι να επιτευχθεί, παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Σε ό,τι αφορά τη στάση του Προέδρου Χριστοδουλίδη και τη δημόσια εικόνα συναίνεσης που επιχειρεί να εκπέμψει, ο Κατσουρίδης χαρακτήρισε αναμενόμενο τον ρόλο αυτό, αναγνωρίζοντας ότι η λέξη «υποδειγματική» ενδεχομένως συνιστά υπερβολή. Η συνεργασία, όπως είπε, έχει αποδώσει σε ορισμένα πεδία, αλλά σε άλλα παραμένει προβληματική. Αμφότεροι οι αναλυτές συμφώνησαν ότι το επόμενο διάστημα το πολιτικό βάρος μετατοπίζεται αναπόφευκτα στις βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα λειτουργήσουν ως βασικός δείκτης ισχύος για όλα τα κόμματα και τους νέους πολιτικούς σχηματισμούς. Ο Γιάννος Κατσουρίδης προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η ανάγνωση των αποτελεσμάτων ως αυτόματου προοιμίου των προεδρικών εκλογών θα ήταν απλουστευτική, καθώς οι κοινοβουλευτικές και οι προεδρικές δυναμικές δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Σε μια πολιτική πραγματικότητα όπου η εξουσία λειτουργεί συχνά ως συγκολλητική ουσία ισχυρότερη από την ιδεολογία, οι συμμαχίες, όπως κατέληξε, παραμένουν ρευστές και ανοιχτές μέχρι την τελευταία στιγμή. Διαβάστε επίσης: Τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα στην Κύπρο το 2025